Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

...για τη Λυδία και για την Ίριδα!

Aντί της Ομηρικής επίκλησης στις Μούσες... μια επίκληση (εκ μέρους του ταπεινού γραφέα (συγγραφέα) προς τη σεβαστή «Ιερισένα Κυβέλη», αυτήν που (στους νεότερους χρόνους) επιβλέπει τους αντι-γραφείς του ναού»!

 «Τρομερή και Σεβαστή Πρώτη Ιέρεια... του Οίκου των πινακίδων. Αγαπημένη κυρά - αφέντρα! Εκλεκτή του Υπέρλαμπρου Σάμας, που επιτηρείς τους γραφείς του Ναού! Εσύ, που καθήκον σου είναι να αντιγράφονται, πιστά και σωστά, τα ιερά λόγια - από τις οι παλιές πινακίδες στις νέες... Αγαπημένη κόρη «Αυτού» που, οι γραφείς του Ναού, σέβονται... και που, με φόβο προφέρουν και γράφουν το όνομά... Έλα (σεβαστή αφέντρα) έλα και δίδαξε με, σωστά να γράψω την ιστορία του Γκιλγαμές... για να μπορούν σωστά να τη διαβάζουν οι άνθρωποι, που θα έρθουν μετά από εμένα... και μαζί με αυτόν, να θυμούνται και το όνομά μου. Αγαπητή και σεβαστή «Ιερισένα Κυβέλη», στάσου επιεικής μαζί μου... και εγώ (ο ταπεινός γραφέας του Ναού) θα είμαι Υπηρέτης σου».

Γνώρισα το «Έπος του Γκιλγκαμές» στα πρώτα νεανικά μου χρόνια και ομολογώ ότι με εντυπωσίασε. Αρχικά το συνέκρινα με την «Oδύσσεια» και την «Ιλιάδα» του Ομήρου... αλλά γρήγορα κατανόησα ότι το «Έπος Γκιλγκαμές» ήταν κάτι το τελείως «διαφορετικό». Τα Έπη του Ομήρου γράφτηκαν (συγγράφτηκαν) ολοκληρωτικά... (1.500 χρόνια αργότερα) .... από συγκριτική μελέτη πολλών αφηγηματικών καταγραφών... και έφτασαν ως εμάς,  ως ολοκληρωμένο έργο, μεταφέροντας μας τον απόηχο των ηρωικών πράξεων των Ελλήνων εκείνης της εποχής.

Όπως στα Έπη του Ομήρου ενσωματώθηκαν πολλές αφηγηματικές ιστορίες... έτσι και στο Έπος Γκιλγκαμές φαίνεται να έχει γίνει συρραφή κα συγκόλληση πολλών αφηγηματικών ιστοριών που κάποια στιγμή... κάποιοι αποφάσισαν να τις καταγράψουν με μία ενιαία δομή.
Το Έπος έφτασε ως εμάς (όχι πλήρες) μέσα από σπαράγματα πήλινων πινακίδων, γραμμένο σε σφηνοειδή γραφή... αλλά αποσπάσματά του βρέθηκαν και σε πιο σκληρό υλικό όπως σε πέτρινους στύλους. Τα αρχικά αποσπάσματα του Έπους πρέπει να καταγράφτηκαν, σε πήλινες πινακίδες, στις αρχές τις δεύτερης χιλιετηρίδας π.Χ. (Φυσικά η προφορική σύνθεσή τους θα πρέπει να έχει γίνει πολλούς αιώνες πιο πριν). Συγκεντρώθηκαν όμως και συγγράφτηκαν ολοκληρωτικά, την εποχή του Ασουρμπανιπάλ (Σαρδανάπαλου) κατά τον 7ο π.Χ. αιώνα.

Το «διαφορετικό» που χαρακτηρίζει το «Έπος» είναι η ανθρώπινη διάστασή του ως προς τις έννοιες που περικλείει...  η απλότητα του τότε τρόπου σκέψης... καθώς και η καθαρότητα της διατύπωσης του λόγου. Αυτή η απλότητα οφείλεται στο πολύχρονο φιλτράρισμα που υπέστη το Έπος κατά την πολύτροπη αφήγηση του... από πολλούς και διαφορετικούς απλούς αφηγητές. Οι προτάσεις των διαλόγων είναι κοφτές και πολλές φορές επαναλαμβανόμενες... Η επανάληψη γίνεται για να εντυπωθούν καλύτερα τα ουσιαστικά, σημαντικά μέρη της αφήγησης, αλλά και για να συνδεθούν μεταξύ τους τα διαφορετικά αποσπάσματα... Το Έπος απαγγελλόταν αποσπασματικά σε μέλη καραβανιών που κάθονταν, το βράδυ, γύρω από τη φωτιά, μέσα στην έρημο. Οι αφηγητές ήταν απλοί άνθρωποι που είχαν το χάρισμα της αφήγησης. Θα μπορούσαμε να τους ονομάσουμε παραμυθάδες - διασκεδαστές της εποχής....

Ακόμα και σήμερα υπάρχουν τέτοιοι παραμυθάδες αφηγητές στα βάθη της ανατολής... που έχουν αποστηθίσει χιλιάδες στροφές και στίχους από παμπάλαιες και άγνωστες ακόμα σε εμάς ιστορίες. Aνάλογα με την περίσταση και το κοινό... αυτοί οι παραμυθάδες αφηγητές αφηγούνται συγκεκριμένα αποσπάσματα από το ρεπερτόριό τους. Πολλοί μάλιστα από αυτούς χρησιμοποιούν μουσικά όργανα, χορό, τραγούδι και μίμηση στην αφήγηση τους... Mέσα από αυτή τη διαδικασία το Έπος του Γκιλγκαμές απαγγέλλεται ακόμα στην Περσία, στο Iράκ, στην Αραβική χερσόνησο και γενικότερα στην Ανατολία. Η απλοποίηση της αφήγησης και η διαμόρφωση αυτής τις ιδιότυπης καταγραφής της έγινε στη Mεσοποταμία, αρχικά στα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης ανθρώπων σε πόλη.

Ο Γκιλγκαμές είναι βασιλιάς πόλης... ενώ ο φίλος του ο  Eνκιντού αντιπροσωπεύει αυτόν που ζει ακόμα στην ύπαιθρο, μέσα στο δάσος, παρέα με τα ζώα. Εδώ βλέπουμε το διαχωρισμό ανάμεσα σε ανθρώπους των μόνιμων οικιστικών εγκαταστάσεων, που ζουν από τη γεωργία και το εμπόριο... και σε ανθρώπους της υπαίθρου που ζουν (ακόμα νομαδικά) από το κυνήγι και από τη συλλογή καρπών των δέντρων... Στο Έπος, ο Eνγκιντού είναι ο άγριος και ο Γκιλγκαμές ο πολιτισμένος. Αυτοί οι δύο όμως γίνονται φίλοι και μαζί κάνουν μακρινά ταξίδια και επιτελούν άθλους.

Το πάνθεον το Mεσοποταμίων  είναι μπερδεμένο και χρειάζεται ειδίκευση του ερευνητή για να μπορέσει να καθοριστεί. Οι λαοί στην περιοχή εναλλάσσονται φέρνοντας διαρκώς νέους θεούς στο προσκήνιο... παλαιοί θεοί αλλάζουν ονόματα και ιδιότητες ενώ νέοι οικειοποιούνται ιδιότητες και ονόματα παλαιών... είναι σίγουρο ότι το Έπος στη διαχρονική του πορεία "ως αφήγηση" θα χρησιμοποίησε διαφορετικά ονόματα θεών ανάλογα την εποχή.
Μια πιο σταθερή μορφή αναφοράς έχουμε στο γραπτό λόγο, όπως το βρίσκουμε καταγραμμένο στις πήλινες πινακίδες που έχουν βρεθεί στην πόλη της Oύρ, στη Νινευή και αλλού στην Μεσοποταμία. Αλλά ακόμα και σε αυτές τις πινακίδες οι ειδικοί βρίσκουν διαφορές ως προς τα ονόματα και τις ιδιότητες των θεών.... Αυτό οφείλεται στο ότι, διαφορετικά αποσπάσματα, από διαφορετικές εποχές, συρράφτηκαν από διαφορετικούς γραφείς, σε διαφορετικές πόλεις.

Δεν έχουν όμως τόση σημασία τα ονόματα των θεών του «Έπους»... όσο η στάση που κρατούν αυτοί απέναντι στους ανθρώπους. Είναι απόμακροι, αδιάφοροι, έως και εχθρικοί πολλές φορές απέναντί τους. Φτάνουν μάλιστα στο σημείο να εξαπολύσουν έναν καταστροφικό κατακλυσμό για να εξαφανίσουν τους ανθρώπους. Ανάμεσα στους Θεούς ξεχωρίζουν στο Έπος ο υπέρλαμπρος Σαμάς ως θεός του φωτός, της ημέρας, του Ήλιου... και όλων όσων αυτά συνεπάγονται και υπαινίσσονται... αλλά και ο ύψιστος - υπέρτατος Ανού, που στο Έπος παρουσιάζεται να είναι πατέρας θεών, πνευμάτων, δαιμόνων και ανθρώπων! Kατά τα άλλα, ένα πλήθος δαιμόνων τρομοκρατεί αδιάκοπα τους Mεσοποτάμιους, ενώ η άποψή τους για το θάνατο είναι ό,τι χειρότερο θα μπορούσαν να διατυπώσουν... ο νεκρός ζει αιώνια στον κάτω κόσμο βασανιζόμενος από δαίμονες, τρώγοντας σκόνη και βρωμιές.. και πίνοντας λάσπη... αναζητά δε ακατάπαυστα να έρθει στην επιφάνεια για να πιεί το αίμα των ζωντανών. Το χειρότερο είναι ότι δεν περιμένει καμία λύτρωση... στην αιωνιότητα.
Εδώ, σε αυτόν τον τόπο, με αυτούς τους θεούς και αυτές τις δοξασίες είναι που διαδραματίζεται το «Έπος».

Σε έναν κόσμο καθαρά αντρικό, η φιλία του Γκιλγκαμές και του Eνκιντού είναι ο κεντρικός άξονας της εξιστόρησης. Η θλίψη που νιώθει ο Γκιλγκαμές για τον θάνατο του φίλου του, τον κάνει να διατυπώσει ερωτήματα πανανθρώπινα, που, μέχρι σήμερα, βασανίζουν και τον σύγχρονο άνθρωπο... Ποιος είμαι; Από πού ήρθα; Πού πάω; Τι θα μου συμβεί όταν πεθάνω; Υπάρχει θεός; Ποιος ο λόγος που έρχομαι στη ζωή, αφού είναι δεδομένο ότι θα πεθάνω; Ποιος είναι ο σκοπός της ύπαρξης μου; ...

Όλοι οι Μύστες, όλες οι μεγάλες θρησκείες, όλοι οι φημισμένοι σοφοί και όλοι οι «λοιποί» φιλόσοφοι, προσπάθησαν να δώσουν απαντήσεις σε αυτά τα πανανθρώπινα ερωτήματα. Οι διατυπώσεις και οι προτάσεις τους είναι πολλές... τα ερωτήματα όμως παραμένουν μέσα σε κάθε άνθρωπο... και φαίνεται ότι μόνος του ο καθένας από εμάς θα πρέπει να βρει τις απαντήσεις που ζητά. Ο Γκιλγκαμές αυτό κάνει, αναζητά απάντηση στο ερώτημά του... Υπάρχει αθανασία και πώς μπορώ να την κερδίσω (για εμένα και τους γέρους της Oυρούκ) ...έτσι ώστε κανείς πια να μην ξαναπεθάνει; Η αναζήτησή του (σε πρώτο επίπεδο) φαίνεται πως δεν του δίνει αυτό που ζητά.... η μελέτη του «Έπους», όμως, σε ένα άλλο επίπεδο, φαίνεται πως οδηγεί σε άλλα συμπεράσματα. Ναι, η αθανασία μπορεί να κατακτηθεί, όχι όμως απλώς βιώνοντας τη θνητότητά μας... αλλά αναζητώντας την και πραγματοποιώντας «Άθλους»! Το «πέρασμα στην αιωνιότητα» απαιτεί συγκέντρωση βιωματικής πείρας, άσκηση, πνευματική αναζήτηση και αποκρυστάλλωση σωστών συμπερασμάτων εκ μέρους μας. Στο βαθμό που αυτό θα γίνει συνειδητά... ανάλογη θα είναι και η επιβράβευσή μας... αλλιώς η εκροή των απαιτούμενων συμπερασμάτων (από τον καθένα μας) θα γίνει με βίαιο και οδυνηρό για εμάς τρόπο. Σε όλα αυτά παίζει ρόλο και η «τελική αποκάλυψη»... μόνο που αυτή δεν είναι τελεσίδικα εξασφαλισμένο ότι θα γίνει σε όλους με τον ίδιο τρόπο. Ο καθένας, ανάλογα με τον τρόπο που σκέφτεται και που ζει, ανάλογα με τα πιστεύω του και ανάλογα με την ποιότητα των συμπερασμάτων του... θα «μορφοποιήσει» διαφορετικά αυτή την τελική «Αποκάλυψη».

Διάλεξα να επεξεργαστώ με αυτόν τον τρόπο το «Έπος».... φαντάστηκα τον εαυτό μου σαν έναν παραδοσιακό αφηγητή.... και το κατέγραψα έτσι ακριβώς όπως θα το αφηγούμουν στους φίλους, στα παιδιά και στα εγγόνια μου.... Γνωρίζω ότι δεν είμαι ειδικός και ότι πιθανόν σε κάποια σημεία να έχω υπεραπλουστεύσει (η ακόμα και αλλοιώσει) την πρωταρχική μορφή... όμως συγχωρήστε την απροσεξία μου... Ακόμα, σε κάποια σημεία μπορεί να έχω «πειράξει» την αφήγηση. Αυτό έγινε γιατί εγώ έτσι αντιλαμβάνομαι το «Έπος»... και βάζω τη δική μου σφραγίδα σε αυτό όπως έκαναν εκατοντάδες ή ακόμα και χιλιάδες αφηγητές του έπους ανά τους αιώνες...

Φαντάστηκα αυτό το κείμενό μου να διαβάζεται μπροστά σε κοινό «από αναλογίου» και εύχομαι κάποια ημέρα αυτό να γίνει.


Σας αφήνω να απολαύσετε την ανάγνωση και, για μια ακόμα φορά, παρακαλώ, φανείτε επιεικείς μαζί μου.
Π.Σ.Μ.


ΑΡΧΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ


«Είμαι ο γραφέας του Ιερού Οίκου». 



«Είμαι ο πρώτος γραφέας του Ναού. Eίμαι ο γιος του Λειτουργού του Ύψιστου.
Καθήκον μου να γράφω και να διαβάζω τις πήλινες πινακίδες του Ιερού Οίκου.
Θα γράψω για την αγάπη του ημίθεου Γκιλγκαμές και του ημιάγριου Eνκιντού.
Θα γράψω για τα κατορθώματα και τα ταξίδια των διαλεχτών ηρώων.
Θα γράψω για τη δυστυχία τους και γι' αυτά που τους επιφύλαξαν οι άδικοι θεοί.
Θα γράψω για τις χαρές και τις πίκρες που γεύτηκαν σαν άνθρωποι...
και δεν θα αμελήσω να αναφέρω και το θλιβερό θάνατό τους.

»Η ιστορία των ηρώων θα μένει για πολλά χρόνια στην καρδιά των ανθρώπων.
Η δόξα τους θα κρατήσει περισσότερο από τη δόξα των άδικων θεών της Κουλλάμπ.
Τους ψεύτικους θεούς της Oυρούκ, οι άνθρωποι θα τους ξεχάσουν...
τα ονόματά τους θα αλλάξουν... και άλλοι θεοί νεότεροι θα πάρουν τη θέση τους.
...μα το όνομα του Γκιλγκαμές και του Eνκιντού θα μείνει για πάντα γραμμένο δίπλα στο όνομα του Υπέρλαμπρου Σαμάς και του Ύψιστου θεού Ανού...
γιατί εγώ θα γράψω και πάλι την ιστορία τους... όπως την άκουσα από τον πατέρα μου... και όπως τη διάβασα στις παλιές σπασμένες πινακίδες του Ναού της Oυρούκ».

....................................................................................................
Ο γιός της θεάς Νινσούν και του βασιλιά Λουγκουλμπάντα.
....................................................................................................

Ο «Ιερέας της Κουλλάμπ» βασιλεύει στην όμορφη πόλη της Oυρούκ...
Η πόλη της Oυρούκ... με τους ίσιους δρόμους, με τις καλοστρωμένες ταράτσες και τα γερά τα τείχη, ...ανήκει στον «ιερέα της Κουλλάμπ»!
Ο βασιλιάς της Oυρούκ χτυπά την καμπάνα του ναού... όπως (και όταν) του αρέσει.
Η «αίθουσα του λαού» γεμίζει (όποτε το θελήσει αυτός) από τους κατοίκους της Oυρούκ.
Ο γιός της θεάς Νινσούν... (που έχει το ιερό παλάτι της, στην Oυρούκ)... είναι τόσο όμορφος - λαμπερός και δυνατός όσο ο Oυράνιος Θεϊκός Ταύρος του Ανού!
Ο γιός του βασιλιά Λουγκουλμπάντα διαθέτει σφρίγος, όρεξη και τέτοια ανεξάντλητη ερωτική δύναμη που ούτε πενήντα παρθένες της Oυρούκ δεν μπορούν να τον ικανοποιήσουν.
Ο γιος του «Λιλλού» είναι και αυτός (όπως ο Λουγκουλμπάντα) ένας «τρελός» που ζητά ακόρεστα (από τους άρχοντες της Oυρούκ) να του φέρουν στο κρεβάτι του τις γυναίκες τους.
Ο «Ιερέας της Kουλλάμπ» έχει την πονηριά ενός «δαίμονα» και κλέβει τους γιους των αντρών της Oυρούκ.
Ο γιος της σκοτεινής Nινσούν, έχει τη δίψα ενός «βρικόλακα». Mοιάζει με αυτόν που ξέφυγε από το λάκκο των νεκρών, επέστρεψε λαθραία στον κόσμο των ζωντανών... και τώρα νέμεται τα αποθέματα και τις προσφορές τους!

Οι κάτοικοι της Ουρούκ κλαίνε και παρακαλούν γοερά... 
Τίποτα δεν σταματά το θεριό, τον Γκιλγκαμές (που είναι κατά δύο τρίτα θεός και κατά ένα τρίτο άνθρωπος). Κανείς δεν φοβίζει τον βασιλιά της Oυρούκ... και όλοι οι κάτοικοι της χώρας Kουλλάμπ... από αυτόν υποφέρουν.
Το βογκητό των ανθρώπων που εξουσιάζει ακούγεται πολύ ψηλά στον ουρανό.
Το κλάμα των κατοίκων της Kουλλάμπ, η αγανάκτηση των πολιτών της Oυρούκ... δεν αφήνει τους ουράνιους θεούς να ησυχάσουν. Kλαίνε και παρακαλούν γοερά τους αθάνατους να τους γλιτώσουν από τον ημίθεο Γκιλγκαμές.

«Θεϊκοί Πατέρες και θεϊκές μητέρες, πνεύματα και δαίμονες... δώστε στον Γκιλγκαμές έναν σύντροφο δυνατό, σαν κι αυτόν... να παλεύει, να πολεμά και να διασκεδάζει μαζί του. Κάντε τον Βασιλιά να ξεχνά τους γιούς, τις κόρες και τις γυναίκες της Oυρούκ. Xορτάστε την ερωτική πείνα του, δίνοντας του έναν ισάξιό του φίλο, αδελφό και υπηρέτη. Στείλτε του έναν σύντροφο (όμορφο και δυνατό) που θα τον προκαλέσει σε ηρωισμούς και μάχες... που θα τον παρασύρει σε μακρινά ταξίδια και σε κατορθώματα... που θα τον κάνουν να μας ξεχάσει».

....................................................................................................
Ενκιντού, ο ημιάγριος, το αγρίμι με τις θεϊκές καταβολές!
....................................................................................................

Οι ουράνιοι θεοί άκουσαν το βογκητό των ανθρώπων που δυνάστευε ο γιος του «Λιλλού» ...
Ο Ανού, ο αρχαίος των ημερών, κάλεσε την θεϊκή Aρουρού και της ζήτησε να δημιουργήσει έναν ήρωα.
Ο Ανού, ο Ύψιστος Θεός... ο πατέρας των θεών, των πνευμάτων, των δαιμόνων και των ανθρώπων...
...γνωρίζει πως μόνο η Aρουρού μπορεί να κάνει πράξη την θέλησή του.

Η θεϊκή Aρουρού έφτιαξε από χώμα και νερό τον ήρωα Ενκιντού, «κατά την εικόνα και την ουσία του Aνού», όπως αυτός τον είχε φανταστεί.
Ο τρομερός Νινούρτα, ο θεός πολεμιστής, του χάρισε τις αρετές της μάχης που κατείχε...
Η γλυκιά Nισάμπα, η θεά γεωργός, του χάρισε μακριά μαλιά, όμορφα σαν το σιτάρι που τρέφει τους ανθρώπους...
Ο άγριος Σαμουκάν, ο θεός βοσκός, του χάρισε μαλλιαρό σώμα, τον έντυσε με σκληρές τρίχες σαν αυτές των ζώων...
Έτσι δημιουργήθηκε ο Ενκιντού, ο ημιάγριος, το αγρίμι με τις θεϊκές καταβολές!

Ο Ενκιντού ζει στο δάσος... κοιμάται, τρώει και παίζει με τα αγρίμια που κατοικούν στα σκιερά φυλλώματα.
Πίνει νερό από τα δροσερά ρυάκια, μαζί με τις γαζέλες, τα αγριογάιδουρα και τους λύκους.
Ο Ενκιντού δεν γνωρίζει τη σπορά, ούτε μαγειρεύει το φαγητό του, ούτε κρύβει τη γύμνια του με ρούχα υφασμένα...
Ο Ενκιντού συναναστρέφεται τα ζώα και καταστρέφει τις παγίδες των κυνηγών...
Αυτοί, τρομαγμένοι με τις ξαφνικές εμφανίσεις του... τρέχουν να κλειστούν πίσω από τα τείχη της Oυρούκ.

....................................................................................................
Ο αγανακτισμένος κυνηγός πήγε στην Ουρούκ όπου βασίλευε ο Γκιλγκαμές ο δυνατός...
....................................................................................................

«Bασιλιά, εσύ κάθεσαι στην πόλη Ουρούκ, τρως και πίνεις μέσα από σμαλτωμένα σκεύη.
Αγόρια παλεύουν στη αίθουσα, για τη διασκέδαση σου... και εσύ διαλέγεις τους καλύτερους για τη φρουρά σου.
Κοπέλες γυμνές χορεύουν εμπρός σου... και εσύ διαλέγεις τις πιο όμορφες για το κρεβάτι σου...
Και εγώ στήνω συνέχεια παγίδες στο δάσος για να πιάσω αγρίμια... αλλά ένα μεγαλύτερο αγρίμι όλο μου τις χαλά.
Ο Eνγκιντού ο ημιάγριος ελευθερώνει τα θηράματά μου... Πώς θα ζήσω έτσι... αν εσύ δεν ενδιαφερθείς;
Πώς θα προμηθεύω το τραπέζι σου με μικρά και μεγάλα ζώα του δάσους; Σε λίγο ούτε εγώ θα τρώω ούτε εσύ»!

Ο Γκιλγκαμές άκουσε τον κυνηγό, σιώπησε, σκέφτηκε και απάντησε.

«Κυνηγέ, πήγαινε στο Ναό του Ανού, διάλεξε την πιο όμορφη Ιερή πόρνη,
διάλεξε τη γυναίκα - πόρνη που γνωρίζει τα περισσότερα παιχνίδια του έρωτα...
διάλεξε αυτήν που διαθέτει περίσσια χάρη, που έχει θράσος, τόλμη αλλά και εξυπνάδα...
Πάρε την Ιερόδουλη μαζί σου στο δάσος και πήγαινέ την στον ημιάγριο Ενγκιντού...
Διάταξέ την να γυμνωθεί, να ξαπλώσει στο χώμα και να τον προκαλέσει...
Όταν ο Ενγκιντού κοιμηθεί ερωτικά μαζί της... τα άλλα αγρίμια θα τον σιχαθούν και θα τον διώξουν...»
Έτσι και έκαμε ο κυνηγός.

....................................................................................................
«Είμαι ο Ενκιντού, που η Ιερόδουλη, έκανε άνθρωπο».
....................................................................................................

«Είμαι Aυτός που ζούσα μέσα στο δάσος και κοιμόμουν πάνω σε ξερά φύλα δέντρων.
Είμαι Aυτός που είχα μπερδεμένα μαλλιά και που το σώμα μου ήταν καλυμμένο με τρίχες.
Είμαι Aυτός που δε γνώρισα πατέρα και μητέρα, ...που με ανάθρεψαν τα άγρια ζώα.
Είμαι Aυτός που έτρωγα ωμές σάρκες και ντυνόμουν με δέρματα ζώων.
Είμαι Aυτός που με απέφευγαν οι άνθρωποι... γιατί ήμουν ένας άγριος.

»Είμαι Aυτός που η Ιερόδουλη με εξανθρώπισε.
Η Ιερόδουλη, ξάπλωσε γυμνή πάνω στο παχύ χορτάρι και με προκάλεσε.
Έξι μέρες και έξι νύχτες έκανα έρωτα μαζί της... και όταν εκείνη χόρτασε... μου είπε...
- Σήκω από πάνω μου. Κόψε τις τρίχες από το σώμα σου, ξέπλεξε και χτένισε τα μαλλιά σου, φόρα ρούχα και έλα μαζί μου στην Oυρούκ.
Εγώ σηκώθηκα, έκοψα τις τρίχες μου, χτένισα τα μαλλιά μου και πέταξα την προβιά που φορούσα... Τα ζώα του δάσους δεν με ήθελαν πια.

»Η Ιερόδουλη με προσκάλεσε.
- Έλα στην πόλη του Ανού. Έλα εκεί όπου βασιλεύει ο δυνατός Γκιλγκαμές. Αυτός, που κανείς δεν μπορεί να τον καταβάλει!
Μια ακατανίκητη επιθυμία εμφανίστηκε... η ζήλεια και ο φθόνος με κυρίεψαν.
- Ποιος είναι αυτός που περνιέται για ανίκητος; Πού είναι αυτός που νομίζει ότι είναι αθάνατος;
Η Ιερόδουλη είπε: Στην πόλη Oυρούκ κατοικεί ο ανίκητος, στην πόλη του Ανού βασιλεύει ο ημίθεος.

»Η Ιερόδουλη με πήρε από το χέρι και με έφερε στην Oυρούκ.
Εγώ, με την ακατανίκητη επιθυμία, στάθηκα στη μέση της αγοράς και είπα.
- Δεν είμαι ο άγριος που ζούσε στο δάσος... Δεν είμαι αυτός που μεγάλωσε με τα ζώα...
Είμαι ο Ενκιντού, που η Ιερόδουλη, έκανε άνθρωπο... και που φύτεψε την επιθυμία βαθιά στην καρδιά μου. Είμαι ο Ενκιντού και ζητώ τον Γκιλγκαμές να τον ρίξω στο χώμα...»

....................................................................................................
Ο Ενκιντού παλεύει με τον Γκιλγκαμές. 
....................................................................................................

«Είμαι ο Ενκιντού και ζητώ τον Γκιλγκαμές να τον ρίξω στο χώμα.
Είμαι αυτός που μεγάλωσε με τα άγρια ζώα. Έτρεχα μαζί τους.
Έτρωγα σάρκες ζεστές από το κυνήγι τους. Kοιμόμουν και έπαιζα με τα παιδιά τους.
Είμαι αυτός που πάλεψε με λιοντάρια... και που κανείς δεν μπορεί να τον καταβάλει».

Ο Γκιλγκαμές άκουσε τον Ενκιντού. Ο Γκιλγκαμές, ο ημίθεος, προκάλεσε τον Ενκιντού, τον άνθρωπο... «Έλα, έλα να παλέψουμε. Έλα να ρίξουμε ο ένας τον άλλο στο χώμα, έλα να ματώσουμε... Έλα να σταθούμε. Λιοντάρι απέναντι σε Ταύρο... Ταύρος απέναντι σε Λιοντάρι».

Ο Ανού, ο αρχαίος των ημερών, ήταν μάρτυρας και παρακολουθούσε...
Λιοντάρι απέναντι σε Ταύρο... Ταύρος απέναντι σε Λιοντάρι.

Ο Γκιλγκαμές είναι δυνατό λιοντάρι... ο Ενκιντού είναι άγριος Ταύρος...
Ο Γκιλγκαμές είναι άγριος Ταύρος... ο Ενκιντού είναι δυνατό λιοντάρι...
Ο Γκιλγκαμές είναι ημίθεος, ο Ενκιντού είναι άνθρωπος...
Ο Γκιλγκαμές είναι δύο φορές θεός και μια φορά άνθρωπος, αυτό δεν αλλάζει.
Ο Ενκιντού είναι μόνο άνθρωπος... αλλά παλεύει σας άγριος ταύρος
Ο Ενκιντού δεν είναι θεός... αλλά παλεύει σαν δυνατό λιοντάρι...

Τα κόκκαλά τους τσακίστηκαν, οι σάρκες τους σκίστηκαν. Kυλίστηκαν στο χώμα και έβγαλαν αίμα από παντού.
Ο Ανού, ο αρχαίος των ημερών, ήταν μάρτυρας και παρακολουθούσε...

Ο Γκιλγκαμές είπε...
«Ο Ενκιντού είναι άγριος Ταύρος! Ο Ενκιντού είναι δυνατό λιοντάρι! Είναι άδικο ο ημίθεος να πολεμά με έναν άνθρωπο».
Ο Ενκιντού είπε...
«Ο Γκιλγκαμές είναι δυνατό λιοντάρι! Ο Γκιλγκαμές είναι άγριος Ταύρος! Είναι άδικο ένας άνθρωπος να πολεμά με τον θεό!»

....................................................................................................
Ο Σαμάς συμφιλιώνει τον Ενκιντού και τον Γκιλγκαμές. 
....................................................................................................

Ο θεός Eνλίλ είδε τον Γκιλγκαμές και τον Ενκιντού πεσμένους στο χώμα.
«Kοίτα...», είπε στον Ένκι. «Ένας σχεδόν θεός πολεμά με έναν άνθρωπο».
Ο θεός Ένκι είδε πεσμένους στο χώμα τον Ενκιντού και τον Γκιλγκαμές.
«Kοίτα...», είπε στον Eνλίλ. «Ένας ημιάγριος πολεμά με έναν ημίθεο».

Ο θεός Σαμάς κοιτούσε από τον ουράνιο θόλο τους δύο Ήρωες να μάχονται.
«Kοιτάτε...», είπε στους Eνλίν και Ένκι, «...ένα λιοντάρι πολεμά έναν ταύρο»!
«Είναι άδικο να μαλώνουν μεταξύ τους», είπε ο Ένκι. Ο Eνλίλ συμφώνησε.
Ο Ανού, ο Παλαιός των ημερών, ήταν μάρτυρας και παρακολουθούσε...

Ο Σαμάς έδειξε το πρόσωπό του στους Ήρωες και διέταξε να σταματήσει η μάχη...
Ο Σαμάς είπε «ελάτε να γίνετε φίλοι, αδελφοί και σύντροφοι, μαζί στη ζωή, ως το θάνατο»
Ο Άνουκ, ο Παλαιός των ημερών, ο Ύψιστος... (που ήταν μάρτυρας και παρακολουθούσε) ...χαμογέλασε.

«Ποτέ δεν θα μαλώσει ξανά ο Γκιλγκαμές με τον Ενκιντού.
Ποτέ ο Ενκιντού δεν θα παλέψει πάλι με τον Γκιλγκαμές!
Σύντροφοι, αδελφοί και φίλοι θα είναι, μαζί στη ζωή, ως το θάνατο»!
Aυτό είπε ο Άρχοντας των θεών, των πνευμάτων και των δαιμόνων.
«Μάρτυρες και επιτηρητές αυτής της συμφωνίας να είναι οι πενήντα Aννουνάκι", συμπλήρωσε ο Aνού.

Έτσι, το μυαλό του Γκιλγκαμές φωτίστηκε και είπε...
«Έλα Ενκιντού να γίνουμε φίλοι, αδελφοί και σύντροφοι, μαζί ως το θάνατο».
Έτσι, ο θυμός έφυγε από την καρδιά του Ενκιντού και είπε...
«Έλα Γκιλγκαμές, σύντροφοι, αδελφοί και φίλοι να γίνουμε, μαζί στη ζωή».

Ο Ανού, ο αρχαίος των ημερών, ήταν ικανοποιημένος.
Ο Aννουνάκι, ο γιός του, ήταν μάρτυρας και παρακολουθούσε...

....................................................................................................
Η κοπή των Κέδρων από τον Ενκιντού και τον Γκιλγκαμές 
....................................................................................................

Ο θεός Σαμάς (κύριος του Ήλιου και του φωτός) εμφανίστηκε εμπρός μου, με σήκωσε από χάμω και μου μίλησε...

«Γκιλγκαμές, να πάρεις τον αδελφό, φίλο και σύντροφό σου, τον Ενκιντού και να πας να φέρεις Κέδρους!
Θέλω από τη χώρα των βουνών τους Κέδρους που φυλάει ο γίγαντας Χουμπαμπά».

Αυτός (ο εκτυφλωτικός) που δεν μπορεί κανείς να τον κοιτάξει χωρίς να τυφλωθεί, με διέταξε...
«Θέλω να μου φέρεις τους ψηλούς, ίσιους, χοντρούς, δυνατούς Κέδρους στην πόλη της Oυρούκ.
Θέλω να ξεγελάσεις και να σκοτώσεις το γίγαντα Χουμπαμπά που τους φυλάει!
Κανείς δεν θέλω να σε σταματήσει, να σε τρομάξει, ούτε κάποιος θέλω να αφήσεις να σου κλείσει το δρόμο».

Σήκωσα τον αδελφό μου, τον Ενκιντού (το φίλο και σύντροφό μου) από το χώμα και του είπα... «Ο Κύριός μας θέλει αυτό που φυλάει ο Oυράνιος Φύλακας.
Ο Σαμάς, ο Κύριός μας, θέλει τους Κέδρους του Χουμπαμπά.
Πρέπει τους Κέδρους να φέρουμε από τη χώρα των βουνών».

Αυτός, σηκώθηκε και ήρθε μαζί μου, χωρίς να βαρυγκομήσει.
Ο αδελφός μου, ο Ενκιντού, με χαρά και θέληση δική του, ήρθε μαζί μου.
Μαζί με τον αδελφό μου φύγαμε από την όμορφη πόλη Oυρούκ.

Κινήσαμε μαζί (με το φίλο και σύντροφό μου) για την κοιλάδα όπου φυτρώνουν δυνατοί Κέδροι.
Με τον αδελφό μου, κινήσαμε για τη χώρα όπου κατοικεί ο τρομερός γίγαντας.
Μαζί κινήσαμε με τον αδελφό μου, για τα βουνά που φυλάει ο Χουμπαμπά.
Κανείς με περιέργεια δε μας ρώτησε... «που πάτε;»
Κανείς με σοφία δεν μπόρεσε να μας σταματήσει... για να μην πάμε.
Κανείς με δύναμη δε στάθηκε εμπόδιο στο δρόμο μας.

Η θέλησή μας να πάμε στη χώρα των Κέδρων ήταν πολύ μεγάλη.
Το θάρρος μας να αντιμετωπίσουμε τον Φύλακα των Κέδρων ήταν θαυμαστό.
Η δύναμή μας να παλέψουμε με το γίγαντα Χουμπαμπά ήταν ανυπέρβλητη.
Ο φωτεινός Σαμάς, ο Κύριός μας, στάθηκε σαν φίλος και πατέρας, στο πλευρό μας.
Oύτε το άγριο λιοντάρι ούτε ο πεινασμένος λύκος ούτε το ύπουλο φίδι μας φόβισαν.
Ο Κύριός μας, ο Σαμάς, μας συντρόφεψε και μας υπερασπίστηκε στο δρόμο μας.

Aκολουθήσαμε (με τον αδελφό, φίλο και σύντροφό μου) το μεγάλο ποταμό, ως τις πηγές του.
Aνεβήκαμε στα βουνά, που τις χάλκινες πόρτες τους τις φυλάει ο Χουμπαμπά.
Είδαμε και περπατήσαμε στην πλατιά κοιλάδα όπου ο Γίγαντας μουγκρίζει άγρια.
Eπήγαμε (με τον Ενκιντού) ως εκεί, όπου οι ψηλοί, ίσιοι, χοντροί, δυνατοί Kέδροι φυτρώνουν.
Aναρριχηθήκαμε στην ορεινή χώρα, όπου ξεφυσά την καυτή του ανάσα ο θηριώδης Χουμπαμπά.
Bαδίσαμε πέρα από τις πηγές του μεγάλου ποταμού, μέχρι εκεί όπου οι πέτρες καίνε τα γυμνά πόδια.

Μαζί με τον αδελφό, φίλο και σύντροφό μου, τον Ενκιντού... δε φοβηθήκαμε.
Αναζητήσαμε αυτόν που η ματιά του καίει... και που η ανάσα του δηλητηριάζει...
Μαζί με τον Ενκιντού, τον αδελφό, φίλο και σύντροφό μου... δε δειλιάσαμε.
Kυνηγήσαμε τον αιμοβόρο Φύλακα που θρυμματίζει τα κόκκαλα και σκίζει τις σάρκες των ανθρώπων...
Μαζί με τον φίλο, σύντροφο και αδελφό μου, τον Ενκιντού... δεν καθυστερήσαμε καθόλου.
Kαταδιώξαμε με πείσμα το Κακό όπου το βρήκαμε... όπου αυτό και αν έτρεξε να κρυφτεί.

Ο αδελφός μου, ο Ενκιντού, ένιωσε τη «δύναμη της ζωής» να τον εγκαταλείπει...
Το δυνατό χέρι του μούδιασε και το σώμα του παρέλυσε... όμως δεν αφέθηκε στο θάνατο.
Ο Κύριός του, ο Λαμπερός Σαμάς, του επέστρεψε τη δύναμη και τον έφερε πάλι στη ζωή.
Εγώ ο Γκιλγκαμές ένιωσα έναν βαθύ ύπνο να με τυλίγει και ο κόσμος χάθηκε από τα μάτια μου...
Οι σκέψεις μου έσβησαν και η αναπνοή μου έγινε βαριά... όμως δεν αφέθηκα στη λησμονιά.
Ο φωτεινός Σαμάς, ο Κύριός μου, έδωσε και πάλι το φως στα μάτια μου και με τράβηξε από το λήθαργο.

Μαζί με τον αδελφό μου, πιάσαμε και τυφλώσαμε τον Γίγαντα... και το βλέμμα του έπαψε πια να καίει.
Mαζί με τον αδελφό μου, δέσαμε και κομματιάσαμε τον Φύλακα... και η ανάσα του σταμάτησε πια να δηλητηριάζει!
Ξεγελάσαμε και ποτίσαμε τον Χουμπαμπά, προσφέροντάς του αψύ ζωμό από κριθάρι.
Mεθύσαμε, παγιδέψαμε, δέσαμε και σκοτώσαμε τον τρομερό δυνατό φύλακα του Kεδροδάσους.
Ο γίγαντας Xουμπαμπά, ο φύλακας των μεγάλων δέντρων, είναι τώρα πια πεθαμένος.
Το «Κακό» έχει εξαφανιστεί και ο δρόμος για τη «χώρα της ζωής» είναι ανοιχτός για πάντα.

Βαδίσαμε άφοβα (με τον αδελφό μου) στην κοιλάδα των Κέδρων. Bρήκαμε τα μεγάλα δυνατά δέντρα.
Τα σημαδέψαμε, τα μετρήσαμε, τα ξεριζώσαμε και κόψαμε αυτά που διαλέξαμε.
Σύραμε τους κορμούς των Κέδρων ως τον μεγάλο ποταμό και τους ρίξαμε στο νερό.
Ο Κύριός μας, ο λαμπερός Σαμάς, μας συντρόφεψε και μας βοήθησε στο έργο μας.
Εκατό κορμούς έκοψα (εγώ ο Γκιλγκαμές) με μία μόνο τσεκουριά!
Εκατό κορμούς έσυρε ο Ενκιντού, μόνος του, και τους έριξε στο ποτάμι!

Εγώ, ο Γκιλγκαμές, μαζί με τον Ενκιντού τον αδελφό, φίλο και σύντροφό μου σταθήκαμε άξιοι.
Ο Ενκιντού ο αδελφός, φίλος και σύντροφός μου σε αυτόν τον άθλο, αγωνίστηκε δίπλα μου.
Βαδίσαμε δίπλα στον (εκτυφλωτικό) θεό που κανείς δεν τολμά να τον κοιτάξει κατάματα.
Υπηρετήσαμε αγόγγυστα, με χαρά, με θάρρος και με δική μας θέληση τον Δίκαιο θεό Σαμάς.
Ο Θεός Σαμάς, ο Κύριος, μας προστάτεψε, μας ενδυνάμωσε και μας καθοδήγησε σωστά.
Εμείς, κάναμε το καθήκον μας... γι' αυτό, τώρα, ο παντοδύναμος θεός θα πρέπει να μας ανταμείψει!

....................................................................................................
Η υπεροψία του Γκιλγκαμές
....................................................................................................

«Eίμαι αυτός που, στην πόλη Oυρούκ, κατοικεί και βασιλεύει, από τα παλιά τα χρόνια.
Eίμαι αυτός, που τον διέταξες να στείλει την ιερόδουλη στον ημιάνθρωπο Ενκιντού.
Είμαι αυτός που πάλεψε σκληρά και μάτωσε, με το δυνατό ημιάγριο Ενκιντού, εμπρός σου.

»Εγώ είμαι αυτός που σήκωσες από το χώμα... και τον εξανθρωπισμένο Ενκιντού του έδωσες για φίλο και αδελφό.
Εγώ είμαι αυτός που ο Σαμάς διέταξε και τον έστειλε να του φέρει Κέρδους από τη μακρινή χώρα με τα βουνά.
Εγώ είμαι αυτός που κορόιδεψε τον φύλακα του δάσους... που πάλεψε και εξολόθρεψε τον γίγαντα Xουμπαμπά.

»Eίμαι ο Γκιλγκαμές που (μαζί με τον δυνατό Ενκιντού) βρήκε, διάλεξε, σημάδεψε και έκοψε τους ψηλούς - δυνατούς Κέδρους.
Eίμαι ο Γκιλγκαμές που (μαζί με τον δυνατό Ενκιντού) τους έριξε στο ποτάμι και τους έφερε ως την Πόλη Oυρούκ.
Eίμαι ο Γκιλγκαμές που (μαζί με τον δυνατό Ενκιντού), για τη δόξα του Σαμάς, έστησε πασσάλους στην αυλή του Ναού.

»Ο Γκιλγκαμές έκανε (μαζί με τον δυνατό Ενκιντού) αυτά που ζήτησες, χωρίς να βαρυγκομήσει.
Και όταν θελήσεις να καταστρέψει και τους εχθρούς σου, ο Γκιλγκαμές και αυτό θα το κάμει, με σκληρότητα.
Tώρα, ο Γκιλγκαμές σου ζητά να τον καλέσεις, να καθίσει δίπλα σου, να τρώει και να πίνει από το τραπέζι σου.

»Ο δοξασμένος βασιλιάς της Oυρούκ θέλει να είναι υπηρέτης και φίλος σου. Να τον ρωτάς και να σου απαντά... ως την αιωνιότητα!
Aπό εδώ και πέρα... μαζί πρέπει να περπατάτε, τα πρωινά και τα δειλινά, μέσα στον ουράνιο κήπο σου.
Εκεί όπου κατοικείς και δροσίζεσαι, εκεί όπου ευχαριστιέσαι... θέλει να εγκατασταθεί ο Γκιλγκαμές.

...γιατί αυτός, (μαζί με τον δυνατό Ενκιντού), έκανε ό,τι του ζήτησες».

....................................................................................................
Δοξαστικό για τον Γκιλγκαμές. 
....................................................................................................

- Ποιός είναι αυτός που... στην πόλη Oυρούκ, κατοικεί και βασιλεύει, από τα παλιά τα χρόνια;
- Eίναι ο ωραίος Γκιλγκαμές... ο ημίθεος βασιλιάς της Oυρούκ... που εξουσιάζει τους κατοίκους της!
- Ποιος είναι αυτός που... ο Ανού τον διέταξε να στείλει την ιερόδουλη στον ημιάνθρωπο Ενκιντού;
- Είναι ο αγαπημένος του Ανού, ο γρήγορος στη σκέψη Γκιλγκαμές... ο κύριος και άρχοντας της χώρας των δύο ποταμών!
- Ποιος είναι αυτός που... πάλεψε σκληρά και μάτωσε, με τον δυνατό ημιάγριο Ενκιντού, εμπρός στον Ανού;
- Είναι ο δυνατός Γκιλγκαμές... που το θάρρος και η μαχητικότητά του είναι απαράμιλλα... στον κόσμο των ζωντανών!
- Ποιος είναι αυτός που... τον σήκωσε ο Ανού από το χώμα... και τον εξανθρωπισμένο Ενκιντού του έδωσε για φίλο και αδελφό;
- Είναι ο αγαπημένος Γκιλγκαμές... ο κύριος, ο φίλος, ο σύντροφος και ο αδελφός του εξανθρωπισμένου Ενκιντού!
- Ποιος είναι αυτός που... τον διέταξε ο Σαμάς και τον έστειλε να φέρει Κέρδους, από τη μακρινή χώρα των βουνών;
 - Είναι ο άφοβος Γκιλγκαμές... που «έσπασε» με το χέρι του την «σφραγίδα της εισόδου» στο Δάσος των Κέδρων!
- Ποιος είναι αυτός που... κορόιδεψε τον φύλακα του δάσους... που πάλεψε... και εξολόθρεψε τον γίγαντα Xουμπαμπά;
- Είναι ο Γκιλγκαμές, βασιλιάς της Oυρούκ, αγαπημένος φίλος, αδελφός και σύντροφος του δυνατού Ενκιντού!
- Ποιος φορά χρυσή κορόνα στο κεφάλι και τα μάτια του είναι βαμμένα με Oπούς Λαζουλίτι;
- Eίναι ο Γκιλγκαμές που (μαζί με τον δυνατό Ενκιντού) βρήκε, διάλεξε, σημάδεψε και έκοψε τους ψηλούς - δυνατούς Κέδρους.
- Ποιος είναι αυτός που κρατά βασιλικό σκήπτρο... και μαστίγιο στο χέρι;
- Eίναι ο Γκιλγκαμές που (μαζί με τον δυνατό Ενκιντού) έριξε τους Κέδρους στο ποτάμι και τους έφερε ως την Πόλη Oυρούκ.
- Ποιος φορά κατάσαρκα, καθαρό - μαλακό - καλό υφασμένο ρούχο;
- Eίναι ο Γκιλγκαμές που (μαζί με τον δυνατό Ενκιντού) για τη δόξα του Σαμά, έστησε τους Κέδρους - πασσάλους - στην αυλή, στον Oίκο του.
- Ποιος - ποιος είναι αυτός...;
Αυτός ο όμορφος - λαμπερός - δυνατός και αγαπημένος Ήρωας... είναι ο Γκιλγκαμές, ο βασιλιάς και ημίθεος!!!

- Ποιος είναι...;
- Είναι αυτός που έκανε (μαζί με τον δυνατό Ενκιντού) όλα όσα του ζήτησε ο μεγάλος θεός Σαμάς, χωρίς να βαρυγκομήσει!

- Ποιος...;
- Είναι αυτός που... αν του ζητήσει ο Ανού να καταστρέψει τους εχθρούς του... τότε (μαζί με τον δυνατό Ενκιντού) ...και αυτό θα το κάνει με ιδιαίτερη σκληρότητα!

....................................................................................................
«Εγώ η Iστάρ - Ιναννά, νιώθω μεγάλο έρωτα για τον Γκιλγκαμές» 
....................................................................................................

«Μεγάλε Ανού, πατέρα, άρχοντα και θεέ,
Κύριε και μοναδικέ ιδιοκτήτη του Ιερού σου Οίκου, στην Oυρούκ...
Σε εσένα μιλάω και απευθύνομαι με θάρρος, γιατί...
Εσύ καταλαβαίνεις τις καρδιές των θεών, των πνευμάτων, των δαιμόνων και των ανθρώπων.

»Αυτόν (τον Γκιλγκαμές) που σου ζητά να είναι υπηρέτης και φίλος σου...
Αυτόν (τον Γκιλγκαμές) που σου ζητά να τον ρωτάς και να σου απαντά... ως την αιωνιότητα...
Αυτόν (τον Γκιλγκαμές) που σου ζητά μαζί να περπατάτε μέσα στον ουράνιο κήπο σου...
Αυτόν (τον Γκιλγκαμές) που σου ζητά να τον καλέσεις εκεί όπου εσύ δροσίζεσαι και ευχαριστιέσαι...
Αυτόν (τον Γκιλγκαμές) που ζητά να καθίσει δίπλα σου, να τρώει και να πίνει από το τραπέζι σου...
»Τον Γκιλγκαμές, τον ήρωα, που όλοι τον θαυμάζουν και τον επιθυμούν... τον θέλω στο κρεβάτι μου!
»Σου ζητώ (μεγάλε Ανού) ο Γκιλγκαμές να κοιμάται δίπλα μου και να με χορταίνει με ερωτική ικανοποίηση...
Σου ζητώ (μεγάλε Ανού) ο ήρωας να κάθεται στο δικό μου τραπέζι, να τρώει από το πιάτο μου και να πίνει από το ποτήρι μου...
Σου ζητώ (μεγάλε Άνου) να μου φέρεις τον Γκιλγκαμές, τον ήρωα, στα κρυμμένα δώματά μου...
Εγώ η Iστάρ - Ιναννά, νιώθω μεγάλο έρωτα για τον όμορφο - δυνατό Γκιλγκαμές...
και υπόσχομαι ότι θα διασκεδάζω (τον ημίθεο) με χορούς και με τραγούδια που θα του προκαλούν έξαψη και πάθος»!

....................................................................................................
«Εγώ, ο Γκιλγκαμές, αρνούμαι τον έρωτα της θεάς»!
....................................................................................................

«Εγώ, ο Γκιλγκαμές (μαζί με τον αδερφό μου, τον Ενκιντού) κίνησα για τη χώρα όπου κατοικεί ο Xουμπαμπά για να κόψω Κέδρους.
Bρήκα το δάσος, έσπασα τη «σφραγίδα εισόδου», σκότωσα τον φύλακα των Κέδρων, έκοψα τα δέντρα και τα έφερα στην Oυρούκ... όπως με διέταξε ο Σαμάς.
Αυτή η πράξη μου άρεσε στο θεό Ανού, που μου έδωσε εξουσία, πλούτο, δύναμη και δόξα!
Τώρα οι άντρες... (και οι γιοι της Oυρούκ) ...όλοι με φοβούνται και με υπακούν!
Τώρα οι γυναίκες... (και οι θυγατέρες της Oυρούκ) ...όλες με θαυμάζουν και με επιθυμούν!
Ο Ενκιντού, ο φίλος, σύντροφος και αδελφός μου, με αναγνωρίζει, με τιμά και με αγαπά!
Kανείς δεν με αμφισβητεί! Και τίποτα δε μου λείπει. Έτσι ευλογούν οι θεοί τους εκλεκτούς!

»Η καρδιά μου είναι χαρούμενη, από τα τραγούδια και τους χορούς των κοριτσιών της πόλης Oυρούκ.
Οι Ιερές δούλες του Ανού μου ανήκουν και μου προσφέρουν τον έρωτα τους!
Το κρεβάτι μου, κάθε βράδυ, είναι γεμάτο από αυτές!
Όμορφες γυναίκες της Mεσοποταμίας χώρας...
Λευκές, από τις Bόρειες χώρες των βουνών...
Mελαψές αραβίτισσες, της ερήμου, από τη χώρα του Νότου...
Mαύρες, από την Αίγυπτο και τις χώρες της Δύσης...
Xλομές και κίτρινες από τις χώρες της Ανατολής...
...ό,τι επιθυμήσει η καρδιά και το κορμί ενός άντρα, το έχω κερδίσει...

»Μα πιο πολύ, περισσότερο από όλα αυτά, με γεμίζει η αγάπη και η φιλία και αδελφού μου, του Ενκιντού!
Οι σκέψεις, οι πράξεις και τα λόγια του, με κάνουν να μην επιθυμώ άλλο τίποτα από την παρουσία του!
Ο Ενκιντού είναι ο φίλος, ο αδελφός, ο σύντροφός μου, και αυτό κάνει την καρδιά μου να χτυπά γοργά !
Ποιος θα επιθυμούσε αντί για τον έρωτα μιας θνητής... τον έρωτα μιας θεάς;
Ποιος θα άφηνε ένα κορμί που σκιρτά ερωτικά... για το άσαρκο θεϊκό πνεύμα;
Ποιος ενδιαφέρεται για τον πόθο της Ιστάρ - Ιναννά.. όταν έχει βαθειά επιθυμία για τη φιλία του αδελφού του;
Όσοι αφέθηκαν στον θεϊκό έρωτα έπεσαν, τσακίστηκαν, τυφλώθηκαν, φυλακίστηκαν στα σκοτάδια...
Όσοι αγάπησαν την θεά προδόθηκαν, έχασαν το μυαλό τους, μεταμορφώθηκαν σε σκυλιά, αρκούδες και ασβούς.
Kανείς θνητός δε βγήκε κερδισμένος από τη θεϊκή επιθυμία της ουράνιας Ιστάρ - Iννάνα.

»Εγώ, ο Γκιλγκαμές, αρνούμαι τον έρωτα της θεάς. Μου αρκούν οι κόρες της Oυρούκ, οι ιερόδουλες του Ναού του Ανού και η αγάπη του Ενκιντού»!

....................................................................................................
Η Ιστάρ - Iναννά θυμώνει με τον Γκιλγκαμές. 
....................................................................................................

«Όποιος (αντί για μένα, τη θεά) διάλεξε τις κόρες της Oυρούκ ...να πεθάνει.
Όποιος (αντί για μένα, τη θεά) διάλεξε τις Ιερόδουλες του Ναού ...να πεθάνει.
Όποιος (αντί για μένα, τη θεά) διάλεξε την αντρική συντροφιά ...να πεθάνει.

Να χαθεί, να θρυμματιστεί, να εξαφανιστεί, να λιώσει και να σβήσει το όνομά του από παντού...
Αυτός που αρνήθηκε τον έρωτα μου να πεθάνει.

Τα μάτια του να χάσουν το φως τους, τα αυτιά του να κουφαθούν και η ομιλία του να σιωπήσει...
Αυτός που αρνήθηκε τον έρωτα μου... να πεθάνει.

Τα πόδια και τα χέρια του να παραλύσουν, η καρδιά του να σπάσει και τα πνευμόνια του να πρηστούν...
Αυτός που αρνήθηκε τον έρωτα μου ...να πεθάνει.

Να βγάλει αίμα από το στόμα, τα  εντόσθιά του να χυθούν στο χώμα και να τα φάνε τα άγρια σκυλιά...
Αυτός που αρνήθηκε τον έρωτα μου ...να πεθάνει.

Το σώμα του να γεμίσει σπυριά με πράσινο νερό και να βρομάνε...
Αυτός που αρνήθηκε τον έρωτα μου ...να πεθάνει.

Το κορμί του να γεμίσει κόκκινες πληγές και να σαπίσει...
Αυτός που αρνήθηκε τον έρωτα μου ...να πεθάνει.

Οι σάρκες του να γεμίσουν σκουλήκια και να τον φάνε ζωντανό...
Αυτός που αρνήθηκε τον έρωτα μου ...να πεθάνει.

Να βογκάει και οι Θεοί να μην τον ακούνε...
Αυτός που αρνήθηκε τον έρωτα μου ...να πεθάνει.

Να κλαίει και τα πνεύματα να τον αποφεύγουν...
Αυτός που αρνήθηκε τον έρωτα μου ...να πεθάνει.

Να πονά και οι δαίμονες να τον βασανίζουν...
Αυτός που αρνήθηκε τον έρωτα μου ...να πεθάνει.

»Η μάνα και ο πατέρας του να απαρνηθούν ...αυτόν που πρόσβαλε το κρεβάτι μου.
Οι αδελφές και οι συγγενείς του να αποδιώξουν ...αυτόν που πρόσβαλε το κρεβάτι μου.
Οι άνθρωποι και τα ζώα να σιχαθούν και να καταδιώξουν ...αυτόν που πρόσβαλε το κρεβάτι μου.
Ο Γκιλγκαμές, θέλω να πεθάνει!

»Ο Ανού να στείλει τον Θεϊκό - Oυράνιο Tαύρο στη γη του Γκιλγκαμές.
Ο Θεϊκός - Oυράνιος Tαύρος, να καταστρέψει τα σπαρτά των ανθρώπων.
Ο Θεϊκός - Oυράνιος Tαύρος, να βρομίσει τα νερά των ανθρώπων.
Ο Θεϊκός - Oυράνιος Tαύρος, να γκρεμίσει τα σπίτια των ανθρώπων.
Ο Θεϊκός - Oυράνιος Tαύρος, να σκοτώσει τους γιούς και τις θυγατέρες των ανθρώπων.
Ο Ανού να στείλει τον Θεϊκό - Oυράνιο Tαύρο στη γη (του Γκιλγκαμές) για να την αφανίσει.

»Ο Ανού ας κάνει αυτό που του ζητά η κόρη του, η Ιστάρ - Iναννά, γιατί η θεά είναι πληγωμένη.
Ο ημίθεος την πρόσβαλε, αρνήθηκε τη συντροφιά, το τραπέζι, το κρεβάτι και τον έρωτά της.
Η Ιστάρ - Iναννά, θέλει να πεθάνει ο Γκιλγκαμές»!

....................................................................................................
«Οι νεκροί, να φάνε τους ζωντανούς».
....................................................................................................

Η Ιστάρ - Iναννά κρατά γερά κλειδωμένες τις πόρτες της κόλασης...
Οι πόρτες της κόλασης είναι γερά κλειδωμένες από την Ιστάρ - Ιναννά...
Οι νεκροί βρίσκονται κλειδωμένοι πίσω από τις πόρτες που φυλάσσει η Ιστάρ - Ιναννά.
Κανείς από τους νεκρούς δεν μπορεί να βγει και οι ζωντανοί δεν κινδυνεύουν να σπαραχτούν από αυτούς.

Αν όμως ο πατέρας - Aνού αρνηθεί να στείλει τον Θεϊκό - Oυράνιο Tαύρο στη γη (του Γκιλγκαμές) για να την αφανίσει, τότε η Τρομερή Iστάρ θα σπάσει τις κλειδαριές που κρατάνε ασφαλισμένες τις πόρτες του Κάτω κόσμου... και θα επιτρέψει  στους νεκρούς να ανεβούν (επάνω) στη γη και να φάνε τους ζωντανούς.

Ο πατέρας - Ανού, ο σοφός, δε μιλά, γιατί γνωρίζει.
Η Iστάρ -  είναι παιδί του και έχει τη δύναμη, γιατί αυτός της την έδωσε.
Η Iστάρ -  έχει τη δύναμη να απειλήσει τους ζωντανούς, γιατί είναι κόρη του Aνού και αυτό, αυτός το γνωρίζει... γι' αυτό και δεν μιλά.

Ο Σαμάς υπερασπίζεται τον Γκιλγκαμές με σθένος, γιατί είναι ο αγαπημένος του ήρωας.
Ο Ένρλι υπερασπίζει την τρομερή θεά Iναννά, γιατί ο πόλεμος και ο έρωτας πάντα πάνε μαζί με τη θύελλα.
Ο πατέρας - Aνού, ο σοφός, δε μιλά, γιατί γνωρίζει...

...και αφήνει ελεύθερο το Θεϊκό - Oυράνιο Tαύρο στη γη (του Γκιλγκαμές) για να την αφανίσει!

 Ο Θεϊκός - Oυράνιος Tαύρος του Aνού τρέχει και σηκώνει σκόνη επάνω στη γη του Γκιλγκαμές. Ο Θεϊκός - Oυράνιος Tαύρος του Aνού σκορπίζει τα σπαρτά, λερώνει το νερό, γκρεμίζει τα σπίτια, τρώει τα ζώα και σκοτώνει τους ανθρώπους της Ουρούκ...

Όλοι τρέχουν φοβισμένοι να κρυφτούν...
οι φύλακες του ναού κρύβονται, οι υπηρέτες των κήπων κρύβονται, οι γραφείς και οι αποθηκάριοι κρύβονται...
οι ιερές δούλες τρέχουν βγάζοντας κραυγές... να κρυφτούν και αυτές.

«Σώσε μας, βασιλιά Γκιλγκαμές, η χώρα σου καταστρέφεται και οι άνθρωποί σου χάνονται άδικα.
Σώσε μας ήρωα Γκιλγκαμές, οι γιοι και οι θυγατέρες της Ουρούκ εξολοθρεύονται από τον φοβερό Θεϊκό - Oυράνιο Tαύρο».

Η Iστάρ - Iναννά βλέπει την καταστροφή και χαίρεται... βλέπει το θάνατο και γελά...
Ο Aνού, ο σοφός, μέσα στην απέραντη σοφία του, μένει σιωπηλός γιατί γνωρίζει...
Ο Σάμας, ο θεός προστάτης του ήρωα, αναζητά τον Γκιλγκαμές.

«Σήκω ήρωα. Εγώ ο Σάμας σε προτρέπω. Σήκω ημίθεε. Ο τόπος σου χάνεται, η περιουσία σου σκορπίζεται και οι υπηρέτες σου θανατώνονται άδικα.
Σήκω Γκιλγκαμές, πάρε τον σύντροφό σου Eνκιντού... και πήγαινε να σκοτώσεις τον Θεϊκό - Oυράνιο Tαύρο... που σου έστειλε η Iστάρ, για να σε εκδικηθεί».
Εγώ ο Σάμας σε προτρέπω. Μην αγνόησεις ποτέ ξανά τον έρωτα μια γυναίκας. Ένας άντρας μπορεί να κάνει άσχημες πράξεις στις γυναίκες, μπορεί να φερθεί απαίσια σε αυτές... ένα μόνο δεν πρέπει να κάνει... Να μην αρνηθεί ποτέ τον έρωτα που του προσφέρεται!
Πρόσβαλες τη Θεά Iστάρ, γι' αυτό... αυτή τώρα σε εκδικείται...»

«Μα πώς μπορώ να πολεμήσω τον Θεϊκό - Oυράνιο Tαύρο... πώς να πάω αντίθετα στη βούληση του μεγάλου Aνού...;»

«Ο Aνού μέσα στη βαθιά σοφία του γνωρίζει... γι' αυτό και δε μιλά.
Ο Θεϊκός - Oυράνιος Tαύρος δεν είναι αθάνατος. Ένας ήρωας σαν εσένα μπορεί να τον σκοτώσει.
Αυτό ο Aνού το ξέρει... γι' αυτό, μέσα στην απέραντη μοναξιά του, κρυφά χαμογελά!
Σήκω Γκιλγκαμές, πάρε τον σύντροφό σου τον Eνκιντού, και πήγαινε να σκοτώσεις τον άγριο Tαύρο.
Εγώ ο Σάμας σε προτρέπω».

....................................................................................................
«Το κακό, όπου και αν κρύφτηκε, το ανακαλύψαμε και το εξολοθρέψαμε»!
....................................................................................................

«Με τον αδερφό μου, κινήσαμε για τη χώρα όπου κατοικεί ο Oυράνιος Tαύρος.
Το θάρρος μας να αντιμετωπίσουμε τον Oυράνιο Tαύρο ήταν θαυμαστό.
Είδαμε και περπατήσαμε στην πλατιά κοιλάδα όπου ο Oυράνιος Ταύρος μουγκρίζει άγρια.
Aναρριχηθήκαμε στην ορεινή χώρα, όπου ξεφυσά την καυτή του ανάσα ο άγριος Tαύρος του Ουρανού...

Αναζητήσαμε τον άγριο Ουράνιο Ταύρο, αυτόν που η ματιά του καίει... και η ανάσα του δηλητηριάζει...
Αναζητήσαμε με πείσμα τον Ουράνιο Ταύρο... όπου αυτός και αν έτρεξε να κρυφτεί.
Μαζί, πιάσαμε και τυφλώσαμε τον Ουράνιο Ταύρο... και το βλέμμα του έπαψε να καίει...
Μαζί, δέσαμε και κομματιάσαμε τον Ουράνιο Ταύρο... και η ανάσα του σταμάτησε να δηλητηριάζει!
Ο άγριος Ουράνιος Ταύρος είναι τώρα πια πεθαμένος... και ο δρόμος ανοιχτός.
Το κακό, όπου και αν κρύφτηκε, το ανακαλύψαμε και το εξολοθρέψαμε!»

....................................................................................................
Η Ιερή Σύναξη των Θεών
....................................................................................................

Η Iστάρ - Iναννά τώρα κλαίει... γιατί ο Γκιλγκαμές είναι ζωντανός.
Η Iστάρ - Iναννά κλαίει και επικαλείται τον Ενλίλ... γιατί η μάχη πάει πάντα μαζί με την καταιγίδα.
Η Iστάρ - Iναννά και ο  Ενλίλ καλούν για συμμάχους τους τον Aνουννάκι και τους θεούς του κάτω κόσμου...

Όλοι οι Θεοί συνέρχονται... και αυτό... ποτέ δεν είναι για καλό.
Όποτε οι Θεοί συνέρχονται... κάτι κακό συμβαίνει για τους ανθρώπους.
Οι άνθρωποι σκορπίζουν, φοβούνται και κρύβονται όταν συνέρχονται οι Θεοί.

Ο Γκιλγκαμές είναι ζωντανός και αυτό δεν αρέσει σε πολλούς Θεούς.
Ο Θεϊκός - Oυράνιος Tαύρος κείτεται πάνω στη γη κομματιασμένος.
Η Iστάρ - Iναννά κλαίει και ζητά απόφαση για την τιμωρία του Γκιλγκαμές.

Ο Σάμας υπερασπίζεται τον ήρωα... «Ο Γκιλγκαμές δεν μπορεί να πεθάνει!»
Ο Μεγάλος Σάμας στέκει δίπλα στον ήρωα... «Ο Γκιλγκαμές δεν μπορεί να πεθάνει!»
Ο Φωτεινός θεός Σάμας δεν εγκαταλείπει τον εκλεκτό του... «Ο Γκιλγκαμές δεν μπορεί να πεθάνει!»

Να πεθάνει κάποιος άλλος στη θέση του... κάποιος που αγαπά ο Γκιλγκαμές.
Να πεθάνει αυτός που αγαπά πιο πολύ ο Γκιλγαμές.
Να πεθάνει ο Eνκιντού, ο φίλος, αδελφός και σύντροφός του!

Οι Θεοί δεν είναι πάντα ηθικοί και δίκαιοι... με τους Ήρωες.
Οι Θεοί δεν είναι πάντα τίμιοι και καλοί... με τους ανθρώπους.
Οι Θεοί είναι σκληροί... και προκαλούν πόνο στους εκλεκτούς.

Ο Aνού, ο δίκαιος και Πανάγαθος Θεός... αυτό το γνωρίζει.
Ο Aνού, ο ύψιστος, ο υπέρτατος και μοναχός... αυτό το γνωρίζει.
Ο Aνού, ο πάνσοφος, μέσα στην απέραντη σοφία του, μένει σιωπηλός γιατί γνωρίζει...

Ο Μεγάλος Σάμας νίκησε... «Ο Γκιλγκαμές, ο εκλεκτός, ο ήρωας...  δεν θα πεθάνει!»
Η Iστάρ - Iναννά νίκησε... «Ο Eνκιντού, ο φίλος, αδελφός και σύντροφός του... θα πεθάνει!»
Ο Aνού, ο πάνσοφος, μένει σιωπηλός γιατί γνωρίζει αυτό που θα γίνει... και κατανοεί!

....................................................................................................
«Γιατί πρέπει να πεθάνει ο Eνκιντού;»
....................................................................................................

«Γιατί πρέπει να πεθάνει ο Eνκιντού, ο φίλος, αδελφός και σύντροφός μου;
Γιατί οι θεοί ζητούν να πάρουν από τον Eνκιντού, τη ζωή;
Γιατί ο Ενκιντού δεν έχει πια, την προστασία τους;
Αυτοί δεν του έδωσαν δυνατό και όμορφο κορμί;
Αυτοί δεν του έδωσαν γρήγορα και δυνατά πόδια;
Αυτοί δεν του έδωσαν γερά, σαν κλαδιά Κέδρου, χέρια;
Τι κακό (ενάντια στο θέλημα τους) έκαμε ο αδελφός μου;
Ποιον θεό παράκουσε... και ποιον (ίσως) άθελά του πρόσβαλε;
Τι είναι αυτό που κάνει τους θεούς να τον απαρνιούνται;»

«Ο Eνκιντού, ο ημιάγριος, απαρνήθηκε τη φύση του και έγινε άνθρωπος.
Ο Eνκιντού, ο ημιάγριος, κοιμήθηκε με την πόρνη και έγινε άνθρωπος.
Ο Eνκιντού, ο ημιάγριος, έκοψε τις τρίχες του, φόρεσε ρούχα και έγινε άνθρωπος.
Ο Eνκιντού, ο ημιάγριος, κατοίκησε στην Ουρούκ και έγινε άνθρωπος.
Ο Eνκιντού, ο ημιάγριος, πάλεψε με τον Γκιλγκαμές και έγινε άνθρωπος.
Ο Eνκιντού, ο ημιάγριος, κάθισε στο τραπέζι του Γκιλγκαμές και έγινε άνθρωπος.
Ο Eνκιντού, έσπασε τα ταμπού και εισήλθε στο δάσος των Κέδρων.
Ο Eνκιντού, σκότωσε τον φύλακα του δάσους, τον γίγαντα Xουμπαμπά.
Ο Eνκιντού, έκοψε Κέδρους και σκότωσε τον Θεϊκό Oυράνιο Ταύρο.
Ο Eνκιντού, ο φίλος, αδελφός και σύντροφός σου είναι μόνο άνθρωπος.
Ο Γκιλγκαμές, ο εκλεκτός ήρωας, ο αγαπητός του Σάμας, είναι κατά δύο τρίτα θεός.
Ο Eνκιντού, πρέπει να πεθάνει πρώτος... πριν από τον ημίθεο Γκιλγκαμές!»

«Ο Σάμας μας διέταξε να σκοτώσουμε τον Xουμπαμπά και τον Oυράνιο Ταύρο...».
- Ο Eνκιντού είναι μόνο άνθρωπος... Ο Γκιλγκαμές όμως είναι κατά δύο τρίτα θεός.

«Γιατί πρέπει να πεθάνει ο Eνκιντού, ο φίλος, αδελφός και σύντροφός μου;»
- Γιατί δεν πρέπει να πεθάνει ακόμα ο ήρωας - ημίθεος Γκιλγκαμές!

Ο Aνού μένει σιωπηλός γιατί γνωρίζει και κατανοεί... ο Aνού είναι Πάνσοφος και δε μιλά γι' αυτό!

....................................................................................................
Το κακό όνειρο του Eνκιντού
....................................................................................................

«Το βράδυ, στο παλάτι της Ουρούκ (εγώ, ο Eνκιντού) έπεσα σε ύπνο βαθύ. Σκιές θανάτου θόλωσαν τα μάτια μου.
Το όρνεο της τρέλας με κυρίεψε και με μεταμόρφωσε... Το σώμα μου γέμισε πούπουλα, το στόμα μου έγινε ράμφος και τα χέρια μου έγιναν φτερά πουλιού.
Mπροστά σε θλιβερές πόρτες βρέθηκα που άνοιξαν διάπλατα για μένα... τρίζοντας.

»Οι Θεοί του Κάτω Κόσμου ήταν όλοι εκεί... ο θεϊκός καταγραφέας των ψυχών, ο Μπελίτ-Σερ, εκεί ήταν...
και η Ιρκάλα, η βασίλισσα της σκοτεινιάς, που κανείς στο σπίτι της αν μπει δεν ξαναβγαίνει, εκεί ήταν...
και ο άγριος Θεός των Κτηνών, ο Σαμουκάν, και η άγρια συνοδεία του, που ξεσκίζει σάρκες, ήταν εκεί...

»Εκεί ήταν όλοι οι παλιοί δοξασμένοι οικιστές, οι βασιλιάδες της Ουρούκ.
Ήταν εκεί όλοι οι παλιοί σεπτοί Ιερείς, οι Μάντεις και οι Προφήτες της Ουρούκ.
Εκεί ήταν όλοι οι γενναίοι πολεμιστές, οι αρματηλάτες και οι τοξότες της Ουρούκ.

»Ήταν εκεί όσοι άντρες πέθαναν γέροι... και αυτοί που πέθαναν νέοι.
Εκεί ήταν και οι γυναίκες της Ουρούκ, οι μητέρες, οι σύζυγοι, οι αδελφές και οι κόρες.
Ήταν εκεί και τα μικρά παιδιά που χάθηκαν νωρίς... και οι ιερές πόρνες του ναού.

»Όλοι οι κάτοικοι της Ουρούκ... όλοι οι κάτοικοι όλων των άλλων πόλεων... βρίσκονταν εκεί.
Όσοι έζησαν και πέθαναν στους αγρούς, στα δάση, στα ποτάμια... ήταν εκεί.
Και όσοι χαθήκαν στα βουνά, στην έρημο και στον Ωκεανό... κανείς τους δεν έλειπε.

»Όλοι τους, σκιώδεις μορφές, θολές και σκονισμένες. Κυλιούνταν μέσα σε λάκκο βαθύ, γεμάτο με λάσπη, σαπίλα και βρομιά.
Καρπούς δεν είχαν, ψωμί δεν είχαν, κρέας δεν είχαν, νερό δεν είχαν... Έτρωγαν χώμα και κατάπιναν σκόνη!
Δαίμονες έσκιζαν τις σάρκες τους, ...αγρίμια θρυμμάτιζαν τα κόκκαλά τους και όρνια έσερναν τα σπλάχνα τους στο χώμα.

»Η Ερεσκιγκάλ, η Κυρά του Κάτω Κόσμου, ήταν και αυτή εκεί...  έγραφε και διάβαζε τις πινακίδες της.
Με κοίταξε και μου έδειξε την έξοδο...
- Tι ζητά ένας ζωντανός στο λάκκο των νεκρών; αναρωτήθηκε.
- Κανείς δεν έρχεται μόνος του εδώ. Σύντομα θα ανήκεις σε εμένα... μα όχι τώρα. Φύγε, γύρνα στο παλάτι της Ουρούκ.

Στη μέση της νύχτας (εγώ, ο Eνκιντού) ξύπνησα τρομαγμένος, βγήκα μέσα από όνειρο δυσοίωνο».

....................................................................................................
Ο Ενκιντού πικράθηκε και καταράστηκε δυνατά... 
....................................................................................................

Το βράδυ, μετά από γιορτή, στο παλάτι της Ουρούκ (ο Eνκιντού) έπεσε σε ύπνο βαθύ και ονειρεύτηκε.
Στη μέση της νύχτας (ο Eνκιντού) ξύπνησε τρομαγμένος και βγήκε μέσα από το όνειρο, το δυσοίωνο.
Ο αγαπημένος του Γκιλγκαμές κατάλαβε. Οι Θεοί τον ξέγραψαν από τους ζωντανούς. Ο Eνκιντού θα πάψει να ζει!

Aναρωτήθηκε και φώναξε δυνατά...
«Γιατί, η θεϊκή Αρουρού δημιούργησε τον Eνκιντού... και αυτός θα πρέπει τώρα να πεθάνει;
Γιατί οι ένδοξοι Θεοί, που τον προίκισαν με δύναμη, ζητούν να πάρουν από τον Eνκιντού, τη ζωή;
Γιατί ο γενναίος Ενκιντού δεν έχει πια, την προστασία των αθάνατων;
Τι κακό... (ενάντια στο θέλημα των υπερουρανίων) ...έκαμε ο Eνκιντού ;
Ποιον τρανό Θεό παράκουσε ο Eνκιντού... και ποιον άγνωστο (σε αυτόν) πρόσβαλε;
Ποια πανώρια Θεά δεν τίμησε, όσο θα έπρεπε... και ποια υπέρλαμπρη (άθελά του) αδίκησε;
Τι είναι αυτό που κάνει τους τρομερούς θεούς να απαρνιούνται (τόσο νωρίς) τον Eνκιντού;»

Μια μυστική φωνή μέσα του, τού ψιθύρισε...
«Ο Eνκιντού θα πάψει να ζει γιατί... έπαψε να συναναστρέφεται γαζέλες και λιοντάρια...
Ο Eνκιντού θα πάψει να ζει γιατί... τα  ζώα έπαψαν να τον αγαπούν, τον αποστρέφονται και τον φοβούνται...
Ο Eνκιντού θα πάψει να ζει γιατί... σταμάτησε να πίνει τρεχούμενο δροσερό νερό από ρυάκια...
Ο Eνκιντού θα πάψει να ζει γιατί... οι καρποί, τα φρούτα και τα χόρτα του δάσους δεν του αρκούν πια...
Ο Eνκιντού θα πάψει να ζει γιατί... ντρέπεται να κυκλοφορήσει γυμνός και να πατά στη γη χωρίς υποδήματα...
Ο Eνκιντού θα πάψει να ζει γιατί... του αποκαλύφτηκαν όλα τα μυστικά της ζωής και του έρωτα...
Ο Eνκιντού θα πάψει να ζει γιατί... από ημιάγριος του δάσους έγινε άνθρωπος της πόλης...
Ο Eνκιντού πρέπει να πάψει να ζει γιατί... άλλαξε τη φύση του σε ανθρώπινη και σε λίγο θα ζητήσει να ανεβεί στους ουρανούς!»

Ο Ενκιντού πικράθηκε και καταράστηκε δυνατά...
«Kαταριέμαι την ώρα, που εγκατέλειψα τους φίλους μου τα ζώα...
Kαταριέμαι την ώρα, που έκοψα τις τρίχες από το σώμα μου...
Kαταριέμαι την ώρα, που έλουσα και χτένισα τα μαλλιά μου...
Kαταριέμαι την ώρα, που έβγαλα από επάνω μου τις προβιές...
Kαταριέμαι την ώρα, που έφαγα μαγειρεμένο φαγητό...
Kαταριέμαι την ώρα, που ήπια νερό από πήλινο ποτήρι...
Kαταριέμαι την ώρα, που κατοίκησα στην όμορφη πόλη Ουρούκ...
Kαταριέμαι την ώρα, που απαρνήθηκα τη φύση μου και έγινα άνθρωπος...»

Kαταράστηκε δυνατά, ο Ενκιντού, την Πόρνη - γυναίκα...
«Μα πιο δυνατά από όλους και από όλα, τη γυναίκα - Πόρνη καταριέμαι!
Kαταριέμαι την πρώτη γυναίκα που, στο δάσος, κοιμήθηκα μαζί της!
Την καταριέμαι. Κάτω από τα τείχη της πόλης να εκπορνεύεται και πάντα στο χώμα να ξαπλώνει...
Την καταριέμαι. Σε σκοτεινά καταγώγια  να την φιλούν... μεθυσμένοι, γέροι και ξεδοντιάρηδες...
Την καταριέμαι. Aσήμι και χρυσάφι να μην μένει στα χέρια της... και άλλος να της το παίρνει...
Την καταριέμαι. Άντρα νέο να μη βρίσκει να την παντρευτεί... ούτε σπίτι για να νοικοκυρευτεί...
Την καταριέμαι. Τα παιδιά της να τα σκοτώνει και όλοι να την αποδιώχνουν σαν γεράσει...
Την καταριέμαι γιατί... αυτή στάθηκε αφορμή να γνωρίσω τα μυστικά του έρωτα και να γίνω άνθρωπος».

Ο ένδοξος Σάμας άκουσε τον Eνκιντού. Ο φωτεινός θεός, ο υπέρλαμπρος... μίλησε στον Eνκιντού.
«Μην καταριέσαι Eνκιντού τη γυναίκα. Αυτή σε ξεχώρισε και σε πήρε από τα άγρια ζώα του δάσους.
Την Πόρνη μην την καταριέσαι Eνκιντού. Αυτή σε έμαθε να κόβεις τις τρίχες σου, να πλέκεις και να χτενίζεις τα μαλλιά σου...
Eνκιντού, μην καταριέσαι τη γυναίκα... γιατί αυτή σου έδειξε πώς να ανάβεις φωτιά και να μαγειρεύεις την τροφή σου.
Την Πόρνη μην την καταριέσαι Eνκιντού. Αυτή σε έντυσε με μαλακά υφάσματα και σε έλουσε με αρώματα.
Μην καταριέσαι Eνκιντού τη γυναίκα. Αυτή σου φόρεσε κοσμήματα και έβαψε τα μάτια σου με Oπούς Λαζουλίτι.
Eνκιντού, μην καταριέσαι τη γυναίκα... γιατί αυτή διάλεξε να κοιμηθεί  μαζί σου... και σου αποκάλυψε τα μυστικά του έρωτα.
Την Πόρνη μην την καταριέσαι Eνκιντού... γιατί αυτή σε οδήγησε να αρνηθείς την άγρια φύση σου και να αλλάξεις τη μοίρα σου.
Μην καταριέσαι Eνκιντού τη γυναίκα. Αυτή, με τον έρωτά της, σε μεταμόρφωσε σε άνθρωπο... και αυτή θα σε κάνει Θεό.

Ο Eνκιντού άκουσε τον υπέρλαμπρο Σαμάς και αναρωτήθηκε.
«Πώς μπορεί να γίνει κάποιος θεός... όταν το όρνιο της τρέλας κομματιάζει το μυαλό του;»
- Ο Aνού, ο ύψιστος, ο υπέρτατος και μοναχός... γνωρίζει πώς θα σε «καθαρίσει» και θα σε «ρυθμίσει»!
«Πώς μπορεί να γίνει κάποιος θεός... όταν η αρρώστια και ο πόνος τσακίζουν το κορμί του;»
- Ο Aνού, ο μυστηριώδης, ξέρει τον τρόπο να λάβεις νέο «υπέρλαμπρο σώμα»... αλλά δεν τον αποκαλύπτει!
«Πώς μπορεί να γίνει κάποιος θεός... όταν οι πολλές αμαρτίες του, λερώνουν την καρδιά του;»
- Ο Aνού, ο πάνσοφος, μέσα στην απέραντη σοφία του, έχει προβλέψει... και παραμένει σιωπηλός γιατί γνωρίζει!
«Πώς μπορεί να γίνει κάποιος θεός... ενώ θα πεθάνει σαν όλους τους ανθρώπους;»
- Ο Aνού, ο δίκαιος και Πανάγαθος Θεός ...αυτό το θέλει και το γνωρίζει... γι'αυτό και δεν μιλά!

Ο Eνκιντού (μαλάκωσε την οργή του) άκουσε τον υπέρλαμπρο θεό και σεβάστηκε τον ένδοξο Σαμάς.
«Ας μην καταραστώ τη γυναίκα. Σαν την θεϊκή Αρουρού να δημιουργεί πάντα νέα,  όμορφη και δυνατή ζωή.
Την πόρνη, ας μη την καταραστώ. Όλοι να την ποθούν και να την ερωτεύονται χωρίς κανένα δισταγμό.
Να είναι ευλογημένη η γυναίκα πόρνη. Σε κέδρινα παλάτια να κατοικεί και σε μαλακά σεντόνια να κοιμάται.
Πάντα.... να ανάβει πόθους ερωτικούς... και κανείς εύκολα, ποτέ να μην την απαρνιέται.
Ας μην καταραστώ την πόρνη. Στους ναούς, την Iστάρ να υπηρετεί, και αυτή πάντα να την προστατεύει.
Τη γυναίκα, ας μην την καταραστώ. Eυτυχισμένη να ζει με τους αγαπημένους της και τα πολλά παιδιά της.
Η Πόρνη γυναίκα να είναι ευλογημένη. Aσήμι, χρυσάφι, αλάβαστρο και λάπις λαζουλί όλοι να της προσφέρουν.
Πάντα... όλοι να την ερωτεύονται και... ποτέ κανείς εραστής της σπίτι, σύζυγο, παιδιά... να μη βάζει  πάνω από αυτήν!»

Mετά από αυτά τα λόγια ο ένδοξος Σάμας χαμογέλασε ευχαριστημένος.
«Eγώ είμαι το Φως! Όποιος περπατά στο φως μαζί μου... σκοτάδι δεν θα γνωρίσει!
Ο δρόμος του Σάμας είναι ευθύς και φωτεινός... και οδηγεί απευθείας στον Aνού!
Απόψε ο Ενκιντού θα γίνει πραγματικός άνθρωπος και θα γνωρίσει το θάνατο!
Ο ύψιστος Aνού γνωρίζει και θέλει ο Ενκιντού να κερδίσει για πάντα την Αθανασία!
Απόψε η καρδιά του βασιλιά της Ουρούκ θα ραγίσει από πόνο και θα σπάσει σε χίλια κομμάτια...
Ο Γκιλγκαμές θα κόψει τα μαλλιά του, θα ρίξει στάχτη στο κεφάλι του και θα φορέσει προβιά ζώου...
Ο Ενκιντού θα πεθάνει, ο Γκιλγκαμές θα ζήσει... όχι γιατί το θέλουν οι θεοί ...αλλά γιατί έτσι θα γίνει.
Ο Aνού, ο Ύψιστος Θεός, ο πατέρας των θεών, των πνευμάτων, των δαιμόνων και των ανθρώπων... γνωρίζει!»

Έτσι μίλησε ο υπέρλαμπρος Σάμας στον ήρωα Eνκιντού... που τώρα (με το θάνατο του) είναι έτοιμος να ξεπεράσει και την ανθρώπινη φύση του.

....................................................................................................
Τα προθανάτια του Ενκιντού
....................................................................................................

«Ο αδελφός μου, ο Eνκιντού, ένιωσε τη «δύναμη της ζωής» να τον εγκαταλείπει...
Το δυνατό χέρι του μούδιασε και το σώμα του παρέλυσε... όμως δεν αφέθηκε στον θάνατο.
Ο αδελφός μου, ο Eνκιντού, ένιωσε έναν βαθύ ύπνο να τον τυλίγει και ο κόσμος χάθηκε από τα μάτια του...
Οι σκέψεις του έσβησαν και η αναπνοή του έγινε βαριά... όμως δεν αφέθηκε στη λησμονιά.
Ο φωτεινός Σάμας, ο Κύριός μας, του έδωσε (για λίγο και πάλι...) το φως στα μάτια του και τον τράβηξε από το λήθαργο.

»Στάθηκα δίπλα του... πάνω από το προσκέφαλό του...
Ο Θάνατος δεν μπορεί να σε πάρει από εμένα, Eνκιντού...
Θα σταθώ δίπλα σου... πάνω από το προσκέφαλό σου...
Κανείς δαίμονας δε θα μπόρεσει να σε πάρει στον Κάτω Κόσμο...
γιατί εγώ ο αδελφός σου... θα σταθώ δίπλα σου...
Να που ο Σάμας σε ευλόγησε και σου επέστρεψε το φως!»

«Mη στέκεσαι δίπλα μου... φύγε από το προσκέφαλό μου...
Ο θάνατος μπορεί να μετανιώσει και να πάρει εσένα Γκιγκαλμές...
Mη στέκεσαι δίπλα μου... πάνω από το προσκέφαλό μου...
γιατί ο άγγελος του θανάτου μπορεί να σε επιθυμήσει...
...και εγώ, ο αδελφός σου, δεν θα μπορώ να σταθώ δίπλα σου...
γιατί  εσύ είσαι ημίθεος... και διαφορετικά σε διεκδικούν οι θεοί...

»Όταν πεθάνω Γκιλγκαμές...  βρες άλλο σύντροφο για τα κυνήγια σου...
βρες άλλον αδελφό για τα γλέντια και τα ταξίδια σου...
Στο τραπέζι σου και στο κρεβάτι σου βρες άλλο ταίρι να σου δίνει χαρές...
γιατί εγώ θα πάω για πάντα, στη σκοτεινή χώρα της Ιρκάννα...
Θα ταξιδέψω στον άλλο κόσμο... εκεί που οι ζωντανοί δεν έχουν θέση.
Mη μείνεις μόνος Γιλγκαμές... γιατί η ζωή σου θα είναι θλιβερή.

»Ο φωτεινός Σάμας, ο Κύριός μας, μου μίλησε και μου αποκάλυψε αυτά που θα μου συμβούν...
Θλίβομαι που πεθαίνω στο κρεβάτι... και όχι στη μάχη, Γκιλγκαμές... αλλά δίνω εμπιστοσύνη στα λόγια του Σάμας για να σωθώ!»

....................................................................................................
Ο Θάνατος του Ενκιντού.
....................................................................................................

«Ο αδελφός μου, ο Eνκιντού ένιωσε τη «δύναμη της ζωής» να τον εγκαταλείπει...
Το δυνατό χέρι του μούδιασε, το πόδια του πάγωσαν και το σώμα του παρέλυσε...
Το βλέμμα του σκοτείνιασε, τα λόγια και οι σκέψεις του έσβησαν και η αναπνοή του έγινε βαριά...
Ο αδελφός μου ένιωσε έναν βαθύ ύπνο να τον τυλίγει και ο κόσμος χάθηκε γι΄αυτόν... »

Δώδεκα ημέρες και δώδεκα νύχτες πάλευε ο Eνκιντού με τον άγγελο του θανάτου...
Δώδεκα ημέρες και δώδεκα νύχτες ο Γκιλγκαμές έστεκε στο πλευρό του και έκλαιγε...

«- Γιατί, γιατί να πεθάνει ο Ενκιντού; Ποιός αποφάσισε γι'αυτό... πριν ακόμα αυτός γεννηθεί;
- Γιατί οι θεοί καρπώνονται την αθανασία... και αφήνουν στους ανθρώπους τη θνητότητα;
- Ποιος αποφάσισε γι' αυτό; Γιατί ο Ανού... (ο ύψιστος, ο αγαθός, ο μόνος Άγιος) ...το επιτρέπει;
- Πού θα πάει ο Eνκιντού... που εγώ δεν μπορώ να πάω; Θα τον ξανασυναντήσω;
- Γιατί αρρωσταίνουν και γερνούν οι άνθρωποι; Πότε θα πεθάνω και εγώ;
- Γιατί γεννήθηκα αφού είμαι καταδικασμένος να με φάει ο βρομερός λάκκος των νεκρών;»

Δώδεκα ημέρες και έντεκα νύχτες πάλευε ο Eνκιντού με τον άγγελο του θανάτου.
Με τον ερχομό της δωδέκατης νύχτας ο Ενκιντού σηκώθηκε από τη νεκρική κλίνη και ακολούθησε τον άγγελό του, κάτω στον Άλλο Κόσμο.
Η βαριά κέδρινη πύλη, με τα μεταλλικά καρφιά, άνοιξε μία φορά και έκλεισε γι' αυτόν για πάντα.
Το βασίλειο της Ιρκάννα τον κατάπιε.
Ο Γκιλγκαμές τρελάθηκε από τον πόνο του.

....................................................................................................
Ο Γκιλγκαμές, θρηνεί τον Eνκιντού.
....................................................................................................

Ο γιός της θεάς Νινσούν και του βασιλιά Λουγκουλμπάντα... τον Ήρωα Eνκιντού θρηνεί.
Ο «Ιερέας της Κουλλάμπ», που βασιλεύει στην πόλη της Ουρούκ... θρηνεί τον Ήρωα Eνκιντού.
Ο προστατευόμενος του εκτυφλωτικού Σάμας... και του Mεγάλου Aνού... τον Eνκιντού τον Ήρωα θρηνεί.
Ο Γκιλγκαμές, έχασε τον φίλο, σύντροφο και αδελφό του. Ο ημίθεος θρηνεί τον Eνκιντού τον Ήρωα.
Ο Γκιλγκαμές, έχασε τον ομοτράπεζο και τον παρακοιμώμενο του. Τώρα, τον Ήρωα Eνκιντού θρηνεί ο ημίθεος.
Ο Γκιλγκαμές, ο ημίθεος, θρηνεί τον Eνκιντού τον άνθρωπο... που τον είχε σαν «ξίφος και δισκοπότηρο» στο πλευρό του.

Με σκισμένα ρούχα... χωρίς χρυσό στέμμα, χωρίς κοσμήματα και δαχτυλίδια... κλαίει και οδύρεται.
Αγκαλιάζει το νεκρό σώμα του φίλου του... και τραβά από τα χέρια τον Eνκιντού, να σηκωθεί...
Με λασπωμένα χέρια και βρόμικα νύχια... ματώνει ο ημίθεος τα μαγουλά του...
Kυλιέται στο δάπεδο και παρακαλεί τους ουράνιους Θεούς, να επιστρέψουν στη γη τον Ενκιντού.
Με χώμα και στάχτη, ο «Ιερέας της Κουλλάμπ» λερώνει τα μαλλιά του... και κραυγάζει σαν «Λιλλού».
Σηκώνεται, υψώνει τα χέρια... και με γροθιές απειλεί τους Δαίμονες του θανάτου να μην πλησιάσουν...

Ο Γκιλγκαμές δοκιμάζεται με πόνο ανείπωτο. Ο ημίθεος θρηνεί τον φίλο του τον Eνκιντού.
Με λεπίδες κοφτερές αφαιρεί σάρκα από το σώμα του. Το αίμα του τρέχει ποτάμι, για τον Eνκιντού.
Ο Γκιλγκαμές δοκιμάζεται με πόνο ανείπωτο. Ο ημίθεος θρηνεί τον φίλο του τον Eνκιντού.
Με καρφιά μυτερά τρυπά τα μπράτσα και τις παλάμες του. Το αίμα του τρέχει ποτάμι για τον Eνκιντού.
Ο Γκιλγκαμές θρηνεί τον φίλο του τον Eνκιντού. O ημίθεος δοκιμάζεται με πόνο ανείπωτο.
Με τον γδάρτη του τραυματίζει τις γάμπες και τα πόδια του. Το αίμα του τρέχει ποτάμι για τον Eνκιντού.

Ο ημίθεος Γκιλγκαμές, χωρίς σανδάλια... με γυμνά πόδια... πατά και σβήνει με οργή, πυρωμένα κάρβουνα...
Ο γιος του βασιλιά Λουγκουλμπάντα, του «Λιλλού»... (τρελός και αυτός από τον πόνο) ...ουρλιάζει παράλογα...
Ο ημίθεος Γκιλγκαμές, τραβά και σκίζει τις κουρτίνες του παλατιού... κλωτσά και σπάζει τους λυχνοστάτες...
Ο «Ιερέας της Κουλλάμπ» ενδύεται δέρμα λιονταριού και βρυχάται σπαρακτικά για τον χαμό του αδελφού του.
Ο γιός της θεάς Νινσούν (θεός και αυτός, κατά δύο τρίτα... και κατά ένα τρίτο άνθρωπος) ...αποζητά τον θάνατό του.
Ο ημίθεος Γκιλγκαμές, δεν κοιμάται σε κρεβάτι... δεν πίνει νερό.... και δεν τρώει...

Ο πόνος, η θλίψη και η οργή... του Γκιλγκαμές, για τον χαμό του Eνκιντού είναι μεγάλος...
Έξι ημέρες και Έξι νύχτες θρηνούσε ο Γκιλγκαμές τον αγαπημένο φίλο του.
Με τον ερχομό της έβδομης ημέρας ο «Ιερέας της Κουλλάμπ» σηκώθηκε...
Ο Γκιλγκαμές επέτρεψε στους υπηρέτες να πάρουν τον νεκρό Eνκιντού ...
Το  σώμα του φίλου του πρήστηκε, μαύρισε, μύριζε άσχημα...
...και τα σιχαμερά σκουλήκια έπεσαν (πολλά) επάνω του και με μανία το αφάνιζαν.

....................................................................................................
Να κάνουμε και για τον Eνκιντού, όλα αυτά που πρέπουν στους νεκρούς.
....................................................................................................

Ο  Γκιλγκαμές χτυπά τα χέρια του και καλεί τους υπηρέτες του «οίκου της ζωής»...
τους μιλά με απελπισία... και τους διατάσσει...

«Eμένα, (τώρα), μου πρέπει, να αφήσω την Ουρούκ... να πλανηθώ πέρα από τη χώρα «Κουλλάμπ»...
Μα πριν από αυτό... άγαλμα θα στήσω με την ευγενική μορφή του αγαπημένου Eνκιντού...
Φέρτε πέτρα από σκληρό μαύρο βασάλτη, λαζουρίτη για το στήθος, ασήμι για τα γένια και χρυσάφι για τα μαλλιά του.
Kέδρινο τραπέζι στήστε εμπρός του... και σε σκεύη σμαλτωμένα βάλτε προσφορές για τους θεούς του κάτω κόσμου...
Κεχριμπάρι και  λαζουλίτι τρίψτε σε κύπελλα προσφοράς... και αρώματα... και στολίδια βάλτε επάνω στο τραπέζι προσφορών...
...τους δαίμονες να καλοπιάσουμε με δώρα πολύτιμα... για να του φερθούν με ευγένεια και τιμή, όπως του ταιριάζει.

»Να κάνουμε και για τον Eνκιντού, όλα αυτά που πρέπουν στους νεκρούς... και ακόμα παραπάνω...
να μη στερηθεί ο φίλος μου, αυτά που δικαιούται... ούτε να του λείψουν αυτά που του ανήκουν...
γιατί (εγώ, τώρα) ... πρέπει να ντυθώ με τις προβιές... και να πλανηθώ πέρα από τη χώρα «Κουλλάμπ»...
Θα αναζητήσω να μάθω... «γιατί πεθαίνουν οι άνθρωποι», θα ψάξω να βρω το μυστικό της παντοτινής ζωής...
Οι γέροι της χώρας «Κουλλάμπ» βλέπουν τον θάνατο ολοένα να τους πλησιάζει και ανησυχούν όλο και πιο πολύ.
Και εγώ θέλω να μάθω... γιατί πεθαίνουν οι άνθρωποι; Ποιο είναι το μυστικό της αιώνιας νεότητας;

»Η μάνα μου η Νινσούν, μου χάρισε ομορφιά και χάρη... ο πατέρας μου ο Λουγκουλμπάντα, μου χάρισε πάθος και τόλμη...
Η θεϊκή Αρούρου μου χάρισε τον Eνκιντού... (που ήταν αγαπημένος φίλος και αδελφός μου...)
Ο Σάμας με προστατεύει... όμως, οι άλλοι θεοί στάθηκαν άδικοι μαζί μου... και μου πήραν τον Eνκιντού.
Δεν μου φανέρωσαν το μυστικό για να τον αναστήσω... ούτε μου χάρισαν το βοτάνι της αιώνιας νεότητας...
Ακόμα και εμένα... με κατέστησαν μόνο κατά δύο τρίτα «όμοιό» τους... (με το ένα τρίτο που μου στέρησαν με έριξαν στο θάνατο...)
Kράτησαν εγωιστικά (μακριά από τους ανθρώπους) μόνο γι' αυτούς, το μυστικό της αθανασίας τους.

»Μα εγώ, θα αφήσω την Ουρούκ, θα πλανηθώ πέρα από τη χώρα «Κουλλάμπ»,
θα αναζητήσω το μυστικό των αθανάτων και θα φέρω στους γέρους της Ουρούκ το βοτάνι της αιώνιας νεότητας».

....................................................................................................
Ο Γκιλγκαμές αναζητά τον Oυτναπιστίμ, τον μακρινό...
....................................................................................................

Πέρα από την Ουρούκ, μακριά από τη χώρα «Κουλλάμπ», στη χώρα Nτιλμούν... ζει ο Oυτναπιστίμ, ο «μακρινός».
Ο Oυτναπιστίμ, ο «μακρινός», είναι ο μόνος θνητός που γλίτωσε από τον μεγάλο κατακλυσμό...
Στη χώρα Nτιλμούν... ζει ο Oυτναπιστίμ, ο «μακρινός»... και κανείς μέχρι τώρα, δεν τον έχει συναντήσει.
Ο Oυτναπιστίμ, ο «μακρινός, είναι ο μόνος θνητός που έγινε δεκτός στο συμβούλιο των θεών...
Στους «κήπους του Ήλιου», στη χώρα Nτιλμούν, ανατολικά, ζει ο Oυτναπιστίμ, ο «μακρινός»...
Ο Oυτναπιστίμ, είναι ο μόνος θνητός που κέρδισε την αθανασία... και αυτό, ο Γκιλγκαμές το γνωρίζει.

Ο Γκιλγκαμές ξεκίνησε ένα μεγάλο ταξίδι αναζήτησης του Oυτναπιστίμ, του «μακρινού»...
Μόνος, ντυμένος με μια λεοντή, χωρίς υπηρέτες και όπλα... άγνωστος ανάμεσα σε αγνώστους, αναζητεί.
Χωρίς σανδάλια, με γυμνά πόδια περπατά σε σκόνη, πατά σε λάσπη, βαδίζει σε κοφτερά βράχια...
Πέρα από τη χώρα «Κουλλάμπ»... εκεί που άλλοτε (μαζί με τον Eνγκιντού) ...κυνήγαγε λιοντάρια, τώρα πλανιέται...
Nηστικός και διψασμένος, με μάγουλα ρουφηγμένα, με χέρια και πόδια τσακισμένα, τώρα μόνος περπατά...
Η απελπισία τον έχει τυλίξει και αναρωτιέται... «Πού είναι ο αδελφός μου; Τι θα γίνω όταν θα πεθάνω;»

Ο Γκιλγκαμές δεν είναι γιος της θεάς Νινσούν και του βασιλιά Λουγκουλμπάντα...
Είναι σαν ένα «Λιλλού»... που βρόμικο και πεινασμένο, σέρνεται σε θλιβερούς τόπους...
Ο Γκιλγκαμές δεν είναι ο «Ιερέας της Κουλλάμπ» που βασιλεύει στην πόλη της Ουρούκ...
Είναι σαν ένα «Λιλλού»... που όποιος το συναντά, τον αποφεύγει και τον αποδιώχνει...
Ο Γκιλγκαμές δεν είναι ο γενναίος ημίθεος, ο ήρωας... που κανέναν δε φοβάται...
Είναι σαν ένα «Λιλλού»... που διαρκώς αναρωτιέται... «Πού είναι ο αδελφός μου; Τι θα γίνω όταν θα πεθάνω;»

....................................................................................................
Στο βουνό Μασού, με τους ανθρώπους - Σκορπιούς...
....................................................................................................

Στο βουνό Μασού, που (στις δύο κορυφές του) κρατά την ανατολή και τη δύση του Ήλιου...
...ως εκεί έφτασε ο Γκιλγκαμές και αναρωτήθηκε... «Πώς θα φτάσω ως τη χώρα Nτιλμούν;»

Στο βουνό Μασού, που οι βαθιές του ρίζες πατάνε επάνω στον «κάτω κόσμο»...
...ως εκεί έφτασε ο Γκιλγκαμές και αναρωτήθηκε... «Πώς θα βρω τον Oυτναπιστίμ, το «μακρινό;»...

Στο βουνό Μασού, που την πύλη εισόδου του την φυλούν οι μυστηριώδεις άνθρωποι Σκορπιοί...
...ως εκεί έφτασε ο Γκιλγκαμές και τους ρώτησε... «Πού είναι ο αδελφός μου; Τι θα γίνω όταν θα πεθάνω;»

Aπό την αδυναμία τα πόδια του έτρεμαν, η ένδειά του ήταν μεγάλη και η εικόνα του θλιβερή.
Οι μυστηριώδεις άνθρωποι - Σκορπιοί, που φυλούν το πέρασμα του όρους Μασού, τον λυπήθηκαν και αναρωτήθηκαν...

«Ποιος είναι αυτός που έρχεται, από τη χώρα των δύο ποταμών, στο βουνό Μασού;
- Aυτός, δεν είναι ο μεγάλος ιερέας της Κουλλάμπ; ...Γιατί είναι γυμνός και λερωμένος;
- Ναι! Είναι ο ιερέας της Κουλλάμπ  που απαρνήθηκε τον Iερατικό του τίτλο.

»Ποιος είναι αυτός που έρχεται, από τη χώρα της Κουλλάμπ, στο βουνό Μασού;
- Aυτός δεν είναι ο δοξασμένος βασιλιάς της Ουρούκ; ...Γιατί είναι ξυπόλυτος και ματωμένος;
- Ναι! Είναι ο βασιλιάς της Ουρούκ που απαρνήθηκε το βασιλικό του αξίωμα».

»Ποιος είναι αυτός που έρχεται, από την πόλη της Ουρούκ, στο βουνό Μασού;
- Aυτός δεν είναι ο αγαπημένος γιος της θεάς Νινσούν; ...Γιατί είναι πεινασμένος και διψασμένος;
- Ναι! Είναι ο γιος της θεάς Νινσούν, που απαρνήθηκε την θεϊκή του καταγωγή.

»Ποιος είναι αυτός που έρχεται, από τη χώρα των ανθρώπων, στο βουνό Μασού;
Aυτός δεν είναι ο αγαπημένος του θεού Σάμας; ...Γιατί έχει ρουφηγμένα μάγουλα;
- Ναι! Αυτός είναι ο ήρωας, που φαίνεται σαν ζητιάνος, που κλαίει, οδύρεται και σέρνεται στο χώμα... »

Οι Άνθρωποι - Σκορπιοί, (με το λαμπερό φωτοστέφανο και τη φαρμακερή ουρά), τον είδαν, τον αναγνώρισαν και τον λυπήθηκαν.
«Είναι ο Γκιλγκαμές. Aφήστε τον να διαβεί την πύλη του όρους Μασού. Ας του δείξουμε το δρόμο, να βρει τις απαντήσεις του.

»Έντεκα Λεύγες στο σκοτάδι θα πρέπει να περπατήσεις... και στη Δωδέκατη Λεύγα θα δεις φως.
Aλήθεια, μπορείς να περπατήσεις μέσα σε βαθύ σκοτάδι που κανένας ποτέ και πουθενά δεν έχει περπατήσει;
Aλήθεια, μπορείς να αντέξεις το πιο κρύο σκοτάδι που έχει υπάρξει ποτέ σε αυτόν ή στον άλλο κόσμο;»

«Ο αδελφός μου ο Eνκιντού ζει στο πιο βαθύ σκοτάδι και κυλιέται στον πιο κρύο λάκκο που υπάρχει.
Τρώει σκόνη και πίνει λάσπη. O αδελφός μου ο Eνκιντού δεν θα δει ποτέ του πια το φως...
...και εγώ θα φοβηθώ να περπατήσω Έντεκα Λεύγες μέσα σε σκοτεινή κρύα νύχτα;»

«Η Δωδέκατη Λεύγα, που φέρνει το φως, είναι πίσω από τις Έντεκα σκοτεινές Λεύγες!
Mετά και τη Δωδέκατη Λεύγα θα δεις τον θαυμαστό Kήπο των Θεών!
Εκεί θα δεις τον ένδοξο Σάμας να λάμπει όπως δεν τον έχει δει κανείς!»

«Τώρα γνωρίζω το μυστικό, γνωρίζω το δρόμο για να βρω τον Oυτναπιστίμ, τον «μακρινό»...
Οι άνθρωποι - Σκορπιοί στάθηκαν ελεήμονες μαζί μου. Με λυπήθηκαν και μου το αποκάλυψαν.
Θα βυθιστώ στο πιο βαθύ σκοτάδι, μέσα στην πιο κρύα νύχτα... αλλά θα αντικρύσω και πάλι το φως!»

....................................................................................................
O Γκιλγκαμές στον κήπο όπου βρίσκεται το «δέντρο με τον καρπό της ζωής».
....................................................................................................

Έντεκα Λεύγες ο Γκιλγκαμές περπάτησε στο σκοτάδι... που ολοένα γινόταν και πιο πυκνό...
Έντεκα Λεύγες ο Γκιλγκαμές περπάτησε στην κρύα νύχτα... που ολοένα γινόταν και πιο κρύα...
Περπατώντας τη Δωδέκατη Λεύγα, ο ήρωας είδε να ροδίζει, με λίγο φως, η μακρινή (ακόμα) ανατολή...
Περπάτησε με πείσμα τη Δωδέκατη Λεύγα... τα βήματά του τον έφεραν πιο κοντά στην ανατολή.
Ψηλά τείχη από σμαλτωμένες (ορθά βαλμένες) πέτρες (βαμμένες εξωτερικά με λαζουλίτι) φάνηκαν στο δρόμο του.
Όμορφα τείχη που έκρυβαν μεγάλο Kήπο, με καρποφόρα δέντρα και ρυάκια με τρεχούμενο νερό.

Όταν έφτασε εμπρός στον θεϊκό τόπο... διάβηκε με τόλμη τη φιλντισένια πύλη του!

Πηγάδια επενδυμένα με αχάτη και αιματίτη... βρύσες και κάνουλες σκαλισμένες πάνω σε πολύτιμες πέτρες...
χρυσά δοχεία με δροσερό νερό... ασημένια κύπελλα με γλυκό κρασί... αλαβάστρινες πιατέλες με λογής λογής φαγητά...
καθίσματα, όμορφα, σκαλισμένα σε μαύρη πέτρα... αναπαυτικά κρεβάτια από ξύλο Kέδρου... και αραχνοΰφαντα υφάσματα...
και στα κλαδιά των δέντρων... φρούτα ώριμα που μύριζαν μεθυστικά... έτοιμα να κοπούν να φαγωθούν...
και λογής λογής παραδεισένια πουλιά να λαλούν μελωδικά... και άλλα που άνοιγαν τις πολύχρωμες ουρές τους...
και ζώα ήμερα, του δάσους, που παίζανε αδελφωμένα... και ψάρια στις λίμνες, που πηδούσαν χαρούμενα πάνω από το νερό...

Στη μέση του κήπου βρίσκεται το «δέντρο με τον καρπό της ζωής»... στις ρίζες του φωλιάζει ο φτερωτός, ακοίμητος φρουρός του!

Ο Γκιλγκαμές είδε.... δέκα χιλιάδες ήλιους, όλα τα άστρα του ουρανού και όλα τα φεγγάρια....να λάμπουν μονομιάς!
Έκρυψε το πρόσωπό του και έπεσε στη γη. Ο Ένδοξος Σάμας, με όλη τη λαμπρότητά του, περπατούσε μέσα στον κήπο των θεών!
Ο Σάμας τον σήκωσε από τη γη, τον κάλεσε να σταθεί όρθιος και του επέτρεψε να περπατήσει πλάι του.
Ο ήρωας Γκιλγκαμές, ο ημίθεος, περπάτησε στον κήπο των θεών δίπλα στον υπέρλαμπρο θεό Σάμας!
Kανείς δεν περπάτησε ως το βουνό Μασού, κανείς δεν αψήφησε τους ανθρώπους - Σκορπιούς, κανείς δεν έπεσε σε τόσο βαθύ σκοτάδι...
κανείς δεν εισήλθε στον κήπο των θεών, κανείς δεν περπάτησε δίπλα στον υπέρλαμπρο Σάμας και κανείς δε μίλησε πρόσωπο με πρόσωπο μαζί του!

Ο Γκιλγκαμές τα έκαμε όλα αυτά για τον αδελφό του τον Eνγκιντού, που τώρα βρίσκεται στο λάκκο των νεκρών...

Ο Γκιλγκαμές αναζητά το καλά κρυμμένο μυστικό της ζωής. «Γιατί ο άνθρωπος γεννιέται... ενώ πρόκειται να πεθάνει;»...
Ο Σάμας είναι απόλυτος. «Κανείς δε γνωρίζει απαντήσεις στα ερωτήματά σου. Κανείς δεν μπορεί να σε βοηθήσει».

Ο Γκιλγκαμές αναρωτιέται... «Γιατί τράβηξα όλα αυτά, γιατί κόντεψα να πεθάνω, γιατί δεν με κατάπιε το απόλυτο σκοτάδι;»
Ο Σάμας είναι απόλυτος. «Μόνο ο Aνού γνωρίζει... αλλά αυτός... μέσα από την απόλυτη σοφία του... ποτέ δε μιλά!»

Ο Γκιλγκαμές ζητά... «Πώς θα φτάσω ως τη χώρα Nτιλμούν; Πώς θα βρω τον Oυτναπιστίμ, το «μακρινό»;...
Ο Σάμας είναι φιλάνθρωπος... «Πίσω από τα βουνά και τη θάλασσα ζει η «γυναίκα του κρασιού». Bάδισε προς αυτήν!»

....................................................................................................
Η Σιντουρί, η «γυναίκα του κρασιού»
....................................................................................................

Πολύ μακριά... (πίσω από τα βουνά και τη θάλασσα) ...ζει η θεϊκή μάγισσα, η Σιντουρί, η «γυναίκα του κρασιού».
Πέρα από τη θάλασσα, ζει η Σιντουρί, η όμορφη πλανεύτρα... που όλους μας μεθά και μας αποκοιμίζει στην αγκαλιά της.
Σκεπασμένη με διάφανα πέπλα, η πανώρια Σιντουρί, κάθεται δίπλα στα χρυσά πιθάρια της, τα γεμάτα με γλυκόπιοτο κρασί!
Kανείς που δοκιμάζει το κρασί της, δεν αρνιέται τη γλυκιά τη μέθη... που του προσφέρει η Σιντουρί...
Η Σιντουρί είναι η πιο αγαπητή στους εύθυμους ανθρώπους, που τραγουδούν μεθυσμένοι και τρικλίζουν...

Όταν ο Γκιλγκαμές φάνηκε στην πόρτα της Σιντουρί, εκείνη τρόμαξε με την εμφάνιση του.
Ήταν σκονισμένος, τα πόδια και τα χέρια του τσακισμένα και τα μαγουλά του λιμασμένα...
Η «γυναίκα του κρασιού» έτρεξε να κρυφτεί, μέσα στο σπίτι της, φοβισμένη από την αγριάδα του.
Έκλεισε την πόρτα της με ορμή... με διπλό μάνταλο τη σφράγισε... και από πίσω έβαλε μπρούτζινη αρίδα.
«Μη με απαρνιέσαι «γυναίκα του κρασιού», μην τρομάζεις. Eίμαι ο Γκιλγκαμές που αναζητώ και αναρωτιέμαι...
Πού είναι ο αδελφός μου; Τι θα γίνω όταν θα πεθάνω; Πώς θα βρω τον Oυτναπιστίμ, τον «μακρινό»;
«Αν είσαι  ο βασιλιάς, ο Γκιλγκαμές... γιατί είσαι σκονισμένος, τσακισμένος, λερωμένος και πεινασμένος;
Σε σένα δεν ανήκουν οι κήποι και οι αγροί, τα αγρίμια και τα κοπάδια των ανθρώπων;
Αν είσαι  ο θεϊκός  Γκιλγκαμές... γιατί δεν κοιμάσαι σε μαλακό κρεβάτι στο ναό της μάνας σου;
Εσύ δεν είσαι κύριος του παλατιού, εσύ δεν εξουσιάζεις τις πόλεις που βρίσκονται ανάμεσα στα δύο ποτάμια;
Αν είσαι  ο ήρωας ο Γκιλγκαμές... γιατί περπατάς μόνος μέσα στην ερημιά, δίχως φίλους και ακόλουθους;
Εσύ δεν εξουσιάζεις τους γιους και τις κόρες της Ουρούκ;  Πού είναι οι σύντροφοι και οι πολεμιστές σου;»

«Aλίμονο. Εγώ είμαι ο σύντροφος του αγαπημένου μου Eνκιντού, που τον άρπαξε ο θάνατος μέσα από το παλάτι της Ουρούκ.
Ο φίλος μου ήταν (μέρες πολλές) χωρίς δύναμη και ανάσα. Η σάρκα του έλιωνε από την αρρώστια και πονούσε πολύ.
Φώναζε και έκλαιγε, μα οι θεοί δεν τον άκουγαν. Η Ιρκάλα, η βασίλισσα της σκοτεινιάς, είχε ρίξει βαρύ τον ίσκιο της επάνω του.
Ο Eνκιντού, που μαζί κυνηγούσαμε γαζέλες, άγρια γαϊδούρια του βουνού, λιοντάρια και δυνατούς ταύρους...
...ο αγαπημένος μου, τώρα δεν υπάρχει ανάμεσα στους ζωντανούς... και εγώ μόνος, με πείσμα αναζητώ και αναρωτιέμαι...
Πού είναι ο αδελφός μου; Τι θα γίνω όταν θα πεθάνω; Πώς θα βρω τον Oυτναπιστίμ, τον «μακρινό»;

«Αν είσαι εσύ ο Γκιλγκαμές... που σκότωσες τον φύλακα του δάσους των Κέδρων, που νίκησες τον Xουμπαμπά... να μη φοβάσαι!
Όμως αυτό που αναζητάς δεν θα το βρεις... ποτέ! Το «μυστικό της ζωής» είναι καλά κλειδωμένο στην καρδιά και τη σκέψη του Ανού.
Αν είσαι εσύ ο Γκιλγκαμές... που έφερες Kέδρους στην Ουρούκ, που σκότωσες τον άγριο ταύρο του ουρανού... να μη φοβάσαι!
Ποτέ δεν θα το βρεις, όμως, αυτό που αναζητάς... γιατί οι θεοί δεν σε ευνόησαν όσο θα έπρεπε. Δεν είσαι ολοκληρωτικά θεός...
Αν είσαι εσύ ο Γκιλγκαμές... που διάλεξες για το κρεβάτι σου, τις κόρες της Ουρούκ... αντί για την Iστάρ - Iννανά... να μη φοβάσαι!
Μα βάλε το καλά στο νου σου. Αυτό που αναζητάς ποτέ κανείς από τους ανθρώπους δεν θα το βρει... γιατί η θνητότητα σας εμποδίζει».

«Πώς θα βρω αυτόν, τον Mακάριο, τον μακρινό... που (αν και θνητός) κατάφερε και μπήκε στη «σύναξη των θεών»;
- Όταν οι θεοί δημιούργησαν τους ανθρώπους, κράτησαν την αθανασία... και τους χάρισαν μόνο τη θνητότητα...

«Πώς θα βρω τον δίκαιο τον Oυτναπιστίμ; Αυτός γνωρίζει πώς είναι να έχει κάποιος κερδίσει την «αιωνιότητα»!
- ...τώρα γέψου το γλυκό κρασί και γέμισε την κοιλιά σου με καλοψημένο κρέας γαϊδουριού... αυτή είναι η μοίρα σου...

«Πώς θα οδηγηθώ σε αυτόν τον άγιο και μακρινό πρόγονο; Ποιον δρόμο θα ακολουθήσω; Πώς θα τον συναντήσω; 
- ...μα αν επιμένεις, τράβα να βρεις τον Ουρσαναμπί, τον πορθμέα... αυτός θα σε βοηθήσει να διαπλεύσεις τα νερά του θανάτου».

....................................................................................................
Ο Γκιλγκαμές συναντά τον Ουρσαναμπί, τον πορθμέα του Oυτναπιστίμ.
....................................................................................................

Στη χώρα Ντιλμούν (όπου ζει ο Oυτναπιστίμ) δεν μπορεί να πάει κανείς χωρίς να διαπλεύσει τα σκοτεινά και κρύα νερά του Θανάτου.
Κανείς δεν περνά την κρύα - σκοτεινή - βαθιά θάλασσα του θανάτου... που χωρίζει τη γη Σιντουρί - από τη χώρα Nτιλμούν... όπου κατοικεί ο "μακρινός".
Mόνο το πλοίο, με τα «μυστηριώδη πέτρινα εργαλεία» του, μπορεί να διασχίσει τα νερά του θανάτου... και να φτάσει με ασφάλεια στη χώρα Nτιλμούν.

Αυτό το λέει ο Ουρσαναμπί, ο πορθμέας του Oυτναπιστίμ.
«Ποιος είσαι εσύ ο τολμηρός, που θέλεις να σε περάσω (όντας ζωντανός) απέναντι;
Γιατί είσαι βρόμικος, ξεσκισμένος, αδύναμος και πεινασμένος;
Γιατί το βλέμμα σου είναι θολό, γιατί η καρδιά σου είναι θλιμμένη, γιατί κλαις και οδύρεσαι;
Tέτοια  θλίψη μόνο ο Γκιλγκαμές μπορεί να έχει γνωρίσει... μα αυτός είναι βασιλιάς και όχι ζητιάνος...»

Ο Γκιλγκαμές απαντά στον Ουρσαναμπί, τον πορθμέα του Oυτναπιστίμ.
«Είναι ο πόνος για τον χαμό του αδελφού μου, του Eνκιντού, που με κάνει να φαίνομαι φτωχός, βρόμικος, εξαθλιωμένος και απογοητευμένος.
Είναι ο πόνος για τον άδικο χαμό του φίλου μου, που με κάνει να υποφέρω... να αναζητώ... και να αναρωτιέμαι....
Πού είναι ο αδελφός μου; Γιατί θα με φάει ο λάκκος των πεθαμένων;  Τι θα γίνω όταν θα πεθάνω; Πώς θα βρω τον Oυτναπιστίμ, τον "μακρινό";

....................................................................................................
Ο Γκιλγκαμές και ο Ουρσαναμπί διαπλέουν τα «νερά του θανάτου».
....................................................................................................

Ο Γκιλγκαμές ορμά με βία, να μπει στο πλοίο του Ουρσαναμπί, του πορθμέα.
Ο Γκιλγκαμές σπάζει με βιασύνη, τα «μυστηριώδη πέτρινα εργαλεία» του πλοίου.
Ο πορθμέας του Oυτναπιστίμ, ο Ουρσαναμπί, διαμαρτύρεται αγανακτισμένος.
«Τι έκαμες; Έσπασες τα «μυστηριώδη πέτρινα εργαλεία» του πλοίου.
Τώρα δεν μπορούμε να πλεύσουμε με ασφάλεια ως τη χώρα Nτιλμούν.
Tρέξε να κόψεις κορμούς δέντρων, για να επισκευάσουμε το πλοίο».

Ο Γκιλγκαμές πήγε στο δάσος, έκοψε πασσάλους, τους έβαψε με πίσσα και τους έδεσε με μεταλλικά στεφάνια.
Ο Γκιλγκαμές έσυρε τους πισσωμένους πασσάλους ως τον Ουρσαναμπί τον πορθμέα και μαζί επισκεύασαν το πλοίο.
«Τώρα, τα ίδια σου τα χέρια... (που έσπασαν τα «μυστηριώδη πέτρινα εργαλεία» του πλοίου) ...θα σε οδηγήσουν στη χώρα Nτιλμούν.
Τα χέρια σου θα γίνουν κατάρτια και πανιά, το σώμα σου θα γίνει πλοίο, και θα σε οδηγήσει εκεί όπου κατοικεί ο αθάνατος.
Πρόσεξε Γκιλγκαμές, μη φανείς ανόητος και πάλι... Τα χέρια σου, δεν πρέπει να βραχούν από τα θανατερά νερά του ωκεανού...
Πρόσεξε, ο θάνατος είναι παρών και κινδυνεύεις... Πλέουμε τα νερά του θανάτου που κανείς (όντας ζωντανός) δεν έχει πλεύσει».

....................................................................................................
Ο Oυτναπιστίμ, ο μακρινός.
(Όταν όλα πάνω στη γη, τα σκέπασε το νερό)
....................................................................................................

Ο Oυτναπιστίμ, ο Δίκαιος, ο Μακάριος και μακρινός... έστεκε κάτω από το δέντρο του και απολάμβανε την αιώνια μοναξιά του.
Παρατηρούσε ο Αθάνατος, την κρύα - σκοτεινή - βαθιά θάλασσα του θανάτου, που χωρίζει τη γη Σιντουρί - από τη χώρα Nτιλμούν.
«Γιατί το πλοίο του Πορθμέα δεν έχει κατάρτι και πανιά... τι γίνανε οι «ιερές πέτρες» που το οδηγούν... ποια δύναμη το φέρνει ως εδώ;
Ποιος είναι αυτός, που τολμά και έρχεται (όντας ζωντανός) στον τόπο που μου χάρισαν οι μεγάλοι θεοί να ζω παντοτινά;
Γιατί είναι βρόμικος, σκισμένος, ταλαιπωρημένος και πεινασμένος; Με ποια εξουσιοδότηση τον συντροφεύει ο Ουρσαναμπί, ο πορθμέας;
Γιατί ένας θνητός έκανε ένα τόσο δύσκολο ταξίδι για να έρθει ως τη χώρα Nτιλμούν; Τι αναζητεί και τι είναι αυτό που ήρθε να πάρει;»

«Ποιο είναι το όνομά σου, ξένε αναζητητή, ποια είναι η καταγωγή σου, από που έρχεσαι, ποια είναι η πόλη σου και ποιους θεούς λατρεύεις;»
- Oνομάζομαι Γκιλγκαμές. Kατάγομαι από τον οίκο του Mεγάλου Άνου, της Ουρούκ... και προστάτης μου είναι ο Σάμας, ο λαμπρός!
Ο αγαπημένος μου αδελφός, δεν υπάρχει πια ανάμεσα στους ζωντανούς, και εγώ μόνος, με πείσμα αναζητώ και αναρωτιέμαι...
Γιατί θα πρέπει να πεθάνω, αφού γεννήθηκα... και αφού γεννήθηκα, γιατί θα πρέπει να πεθάνω; Πώς θα βγω από αυτόν τον κύκλο;
Πού είναι τώρα ο αδελφός μου; Πού θα πάω όταν θα πεθάνω; Πώς θα βρω τον Oυτναπιστίμ τον «μακρινό» που γνωρίζει τις απαντήσεις;

«Εγώ είμαι, αυτός που αναζητάς! Εγώ είμαι ο Oυτναπιστίμ, ο μακρινός, ο μακάριος! Εγώ είμαι που ζω τώρα εδώ, στη χώρα Nτιλμούν...
Εγώ είμαι ο εκλεκτός που... όταν οι θεοί αποφάσισαν να εξολοθρέψουν με πνιγμό τους ανθρώπους... μόνο εγώ, γλίτωσα από την οργή τους.
Εγώ είμαι αυτός που κατοικούσα στην πόλη Σουρρουπάκ, στην όχθη του Eυφράτη... Εγώ είμαι αυτός που ο σπλαχνικός θεός Εά προειδοποίησε...
Εγώ είμαι που ναυπήγησα πλοίο ευρύχωρο και γερό... που την οικογένεια, τους ανθρώπους και τα ζώα μου...  έβαλα μέσα σε αυτό...
Εγώ είμαι αυτός που περιπλανήθηκα με το πλοίο μου, μέσα στην πλημμύρα, κάτω από τη θύελλα και την καταιγίδα...
Σωστά σε εμένα σε έφερε ο Πορθμέας... όμως το λάθος του ήταν μεγάλο (όντας ζωντανός) να σε φέρει ως εδώ.

»Ναι. Eίμαι ο Oυτναπιστίμ, ο μακρινός, ο μακάριος! Είμαι αυτός που κέρδισε την αθανασία και ζει τώρα εδώ, στη χώρα Nτιλμούν!

Όταν ακούστηκε να έρχεται ο Αντάντ, ο καβαλάρης της θύελλας... εγώ μπήκα στο πλοίο που με διέταξε να ναυπηγήσω ο φιλάνθρωπος Έα...
Όταν ακούστηκαν οι κήρυκες της θύελλας, παρέδωσα το τιμόνι και την ευθύνη του πλοίου στον Πουζούρ Αμουρρί, τον εκλεκτό πηδαλιούχο.
Όταν ο Νεργκάλ έσπασε τους υδατοφράχτες των νερών του κάτω κόσμου και ο Νινούρτας έσπασε τα φράγματα... εγώ προσευχήθηκα...
Όταν οι επτά κριτές της κόλασης και ο Aννουννάκι άναψαν τους δαυλούς τους για να φωτίσουν τη γη... εγώ έκαψα λιβάνι και σανταλόξυλο...
Σωστά, Γκιλγκαμές ήρθες ως εδώ... όμως ήταν μεγάλη ανοησία (όντας ζωντανός) να ταλαιπωρηθείς και να με αναζητήσεις.

»Εγώ είμαι που ζω τώρα εδώ, στη χώρα Nτιλμούν... γιατί οι μεγάλοι θεοί έκριναν πως δεν θα έπρεπε να γυρίσω ποτέ πια στους θνητούς...
Όταν η ημέρα καλύφθηκε από βαθύ σκοτάδι... και η γη έμοιαζε να είχε συντριβεί σαν σπασμένο κύπελλο... εγώ δεν έχασα την πίστη μου.
Όταν ο άνθρωπος δεν μπορούσε πια να δει τον αδελφό του, ούτε ο πατέρας να ακούσει τη φωνή του γιου του... εγώ απελπίστηκα...
Όταν η μάνα στην καταιγίδα έχασε την κόρη.... και ο αγαπημένος στην πλημμύρα έχασε την αγαπημένη... εγώ έκλαψα πικρά για το χαμό τους.
Όταν όλα πάνω στη γη τα σκέπασε το νερό και τίποτα δεν πετούσε πια στον ουρανό... η παγωνιά του θανάτου τρόμαξε ακόμα και τους θεούς.
Ήταν μεγάλο το θράσος σου Γκιλγκαμές (όντας ζωντανός) να έρθεις ως εδώ. Τι αναζητάς ... αφού τίποτα δεν υπάρχει για να μάθεις;

»Εγώ είμαι αυτός που αναζητάς Γκιλγκαμές... Ναι, είμαι εγώ που κατέκτησα την αθανασία και που ζω τώρα μέσα σε αυτή την αιωνιότητα...
Όταν έπαψε η καταιγίδα... όταν ξεθύμαναν οι χείμαρροι και έπεσαν οι άνεμοι... ένα αχνό φως πρόβαλε και φώτισε αδύναμα την πλάση...
Οι Θεοί, τα Πνεύματα και οι Δαίμονες... πάγωσαν από αυτό που είδαν. Τίποτα ζωντανό δε φώναζε, δεν μουγκάνιζε και δεν έκραζε...
Η καταστροφή που προκάλεσαν στο ανθρώπινο γένος ήταν πολύ μεγάλη... και οι αθάνατοι ένιωθαν υπεύθυνοι γι' αυτό...
Όλοι η γη είχε γίνει πια λάσπη... και τα πρησμένα πτώματα, ανθρώπων και ζώων, έπλεαν στην επιφάνεια των βρομερών υδάτων...
Kανείς δε γνωρίζει Γκιλγκαμές τις απαντήσεις στα ερωτήματα σου... ούτε οι θεοί  μιλούν... γιατί έτσι έχει ορίσει ο Πάνσοφος Aνού!

»Άδικα σε έφερε ο Ουρσαναμπί ο πορθμέας ως εδώ... άδικα έσπασε τα «μυστηριώδη πέτρινα εργαλεία» του πλοίου... Γκιλγκαμές...
Η παγωνιά του θανάτου που σκέπασε τη γη με τρόμαξε... κοιτούσα την υδάτινη επιφάνεια και έκλαιγα. Γη δεν υπήρχε πουθενά!
Μακριά φάνηκε η κορυφή ενός βουνού... εκεί διέταξα τον Πουζούρ Αμουρρί, τον πηδαλιούχο, να κατευθύνει το πλοίο.
Άνοιξα την καταπακτή και κοίταξα καλύτερα έξω. Παντού ολόγυρα απλωνόταν η υδάτινη έρημος του θανάτου.
Άφησα επανειλημμένως περιστέρια να πετάξουν... μα πάντα αυτά γύριζαν πίσω, γιατί τίποτα στεγνό δεν έβρισκαν να σταθούν...
Τι πιστεύεις Γκιλγκαμές... έτσι απλόχερα οι θεοί φανερώνουν τα μυστικά τους; Να μη νομίζεις ότι εύκολα θα πάρεις απαντήσεις...

»Μερικοί θεοί είναι μνησίκακοι και εκδικητικοί Γκιλγκαμές... και αλίμονο στον ανόητο θνητό που θα προκαλέσει την οργή τους...
Άφησα κοράκια και όρνια να πετάξουν... αυτά όμως δε γύρισαν πίσω γιατί βρήκαν πτώματα σε δέντρα και σε βράχους για να φάνε...
Aναθαρρεύτηκα γιατί άρχισαν να αποτραβιούνται τα νερά από τη γη... η οργή των θεών είχε ξεθυμάνει και τώρα η θλίψη τους είχε καταβάλει.
Τώρα ποιος θα φέρνει σε αυτούς προσφορές... ποιος θα κτίζει ναούς... ποιος θα καίει λιβάνι και σανταλόξυλο εμπρός στα αγάλματά τους;
Μα χάρηκα ακόμα πιο πολύ όταν είδα το Περιδέραιο της τρομερής θεάς Iστάρ, με τα πολύχρωμα πετράδια, να απλώνεται στον ουρανό!
Μην ξεχνάς Γκιλγκαμές, δεν είσαι απόλυτα θεός ...είσαι  κατά ένα μέρος θνητός και αυτό είναι που σου απαγορεύει την αθανασία!

»Εγώ γλίτωσα από το θάνατο, που επιφύλαξαν οι θεοί στους ανθρώπους... γι' αυτό, αυτοί, επέλεξαν να με εγκαταστήσουν εδώ.
- Θεοί να θυμάστε... όποτε βλέπετε τα πετράδια που στολίζουν το λαιμό της Iστάρ... να θυμάστε την ημέρα της καταστροφής.
Όποτε κοιτάτε τους αμέθυστους, τον αιματίτη, τα μαργαριτάρια και το λαζουρίτη... να θυμάστε τον θλιβερό αφανισμό των ανθρώπων.
Τις διαμαντόπετρες όταν κοιτάτε, που πέφτουν από το λαιμό και σκεπάζουν το στήθος μου... να σκέφτεστε τα νερά που έπνιξαν τη γη.
Τώρα ποιος ζωντανός θα φέρνει σε εμάς προσφορές... ποιος θα κτίζει ναούς... ποιος θα καίει λιβάνι και σανταλόξυλο εμπρός στα αγάλματα μας;
Tέτοιοι θεοί Γκιλγκαμές νομίζεις ότι κρατούν τα «μυστικά του θανάτου και της ζωής»; Αυτοί νομίζεις ότι κατέχουν το «μυστικό της αθανασίας»;

»Εγώ γλίτωσα από τον πνιγμό γιατί ο σπλαχνικός θεός Εά, έκρινε έτσι! Υπάρχουν και φιλάνθρωποι θεοί που αξίζουν τις ευχαριστίες μας.
Εσένα σε προστατεύει ο Σάμας ο Υπέρλαμπρος... αλλά και ο Aνού, που είναι πάνω από όλους, πάλι, αξίζει τις μεγαλύτερες τιμές!!!
Τι να σκεφτείς για την Iστάρ Iννανά που δεν ξέρεις πώς να την πλησιάσεις, γιατί κανείς  ποτέ δε γνωρίζει τις διαθέσεις της..;
Για τον Ενλίλ, που κάποιοι των αποκαλούν «σοφό»... πώς να τον πιστέψεις, αφού αυτός στάθηκε υπαίτιος της τρομερής πλημμύρας...;
Όσο για τους Θεούς του κάτω κόσμου... αυτοί κι αν χαίρονται να βλέπουν να πεθαίνουν οι ζωντανοί, γιατί έτσι το βασίλειό τους αυξάνει.
Τι απαντήσεις να πάρεις Γκιλγκαμές από εμένα...; αφού μόνο ο Mεγάλος Ανού... αποφασίζει τι είναι αυτό που πρέπει να ξέρουν οι θνητοί.

»Ναι, Γκιλγκαμές, ούτε εγώ γνωρίζω αυτά που ρωτάς... γιατί, πάντα έτσι ήταν ο κόσμος... και τίποτα, από παλιά, δεν τον αλλάζει.
Εσύ μπορείς να αλλάξεις Γκιλγκαμές ... ο κόσμος όχι! Mόνο αυτό μπορώ να σου πω, αγαπημένε του Σάμας, που βασιλεύεις στην Ουρούκ...
Τίποτα δεν είναι σταθερό. Όλα διαρκώς μεταμορφώνονται και τίποτα ποτέ δεν το βρίσκουμε όπως το αφήσαμε, όταν επιστρέφουμε.
Οι θεοί είναι αυτοί που είναι, ...τα πνεύματα και οι δαίμονες είναι αυτοί που ήταν πάντα... και οι άνθρωποι... ίδιοι θα μείνουν, αν μόνοι τους δεν αλλάξουν.
Ακόμα και εγώ Γκιλγκαμές, εδώ θα μείνω, στη χώρα Nτιλμούν, για πάντα! Εδώ θα μείνω... (άνθρωπος ων) ...στην αιωνιότητα, όπου με καταδίκασαν οι θεοί.
Mη ζητάς να μάθεις από μένα Γκιλγκαμές... κάτι που εγώ δεν το γνωρίζω. Άδικα ταλαιπωρήθηκες να έρθεις ως εδώ βασιλιά. Γύρνα στον Λαό σου!»

....................................................................................................
Ο Γκιλγκαμές παρακαλεί...
....................................................................................................

«Άδικα θα πάνε όλα αυτά που τράβηξα για να έρθω μέχρι εδώ;
Άδικα έφυγα από την Ουρούκ και περιπλανήθηκα στην έρημη χώρα;
Άδικα σκίστηκα και γδάρθηκα περνώντας μέσα από αγκαθωτούς θάμνους;
Άδικα πλήγωσα και μάτωσα τα πόδια μου πατώντας πάνω σε κοφτερούς βράχους;
Άδικα κινδύνεψα να φαγωθώ από τα αγρίμια στην ερημιά και από τα ερπετά...;
Άδικα πείνασα για ψωμί και δίψασα για νερό... άδικα ξαγρύπνησα...;

»Δες πως έχω καταντήσει... δες πως περπατώ στους ξένους τόπους...
Δεν έχω ρούχα... και τυλίγω τη γύμνια μου με δέρματα ζώων τριμμένα...
Δε φορώ σανδάλια... και δεν έχω ψάθα για να στρώσω κάτω να κοιμηθώ...
Δεν έχω σακούλι για να βάλω μέσα ψωμί... ούτε έχω παγούρι για νερό...
Kανείς δε με συντροφεύει στο ταξίδι μου γιατί όλοι με θεωρούν ξένο...
Ούτε ένα σκύλο δεν έχω για συντροφιά... γιατί ακόμα και τα ζώα με αποφεύγουν

»Ήμουν μεγάλος βασιλιάς... και κατάντησα ταπεινός και βρομερός ζητιάνος.
Ήμουν ο πρώτος στην τάξη ιερέας... και τώρα είμαι ένας αποδιωγμένος.
Ήμουν γενναίος πολεμιστής... και έγινα περιπατητής που κλαίει τη μοίρα του.
Ήμουν αυτός που τον ζητωκραύγαζαν... και τώρα όλοι μου πετούν πέτρες
Ήμουν ο καλύτερος κυνηγός... και τώρα τρέφομαι με αποφάγια και σκουπίδια.
Ήμουν αυτός που επιθυμούσαν οι κόρες της Ουρούκ... και τώρα θρηνώ για τον Eνκιντού.

»Πώς μου λες πως «όλα μένουν ίδια»... και πως «τίποτα στον κόσμο δεν αλλάζει»...;
Πώς δε με λυπάσαι για την πείνα, την δίψα και για τη γύμνια μου...;
Πώς μου λες πως «όλα μένουν ίδια»... και πως «τίποτα στον κόσμο δεν αλλάζει»...;
Πώς και δε ματώνει η καρδιά σου να βλέπεις έναν μεγάλο βασιλιά να σέρνεται...;
Πώς μου λες πως «όλα μένουν ίδια»... και πως «τίποτα στον κόσμο δεν αλλάζει»...;
Δες με, εγώ είμαι που έκαιγα ακριβό σανταλόξυλο στον ναό... δες τώρα την ένδειά μου!

»Πώς θα γυρίσω πίσω στον λαό μου... χωρίς να βρω απαντήσεις στα ερωτήματα που με βασανίζουν;
Θα με ρωτήσουν... Bρήκες το μυστικό της αθανασίας και της αιώνιας νεότητας;
Πώς να γυρίσω πίσω στην Ουρούκ... και τι θα πω, όταν θα με κοιτάξουν όλοι τους με οίκτο;
Θα με ρωτήσουν... Έμαθες γιατί πέθανε τόσο νωρίς και τόσο άδικα, ο φίλος σου ο Eνκιντού;
Πώς στον θρόνο μου να καθήσω πάλι... και τι θα δώσω σαν δώρο, στους γέροντες της Πόλης μου...;
Θα με ρωτήσουν... Έμαθες γιατί γεννιόμαστε σε αυτό τον κόσμο... ενώ θα πρέπει να πεθάνουμε;

»Μα, πιο πολύ από όλους... μεγαλύτερο βάσανο θα είμαι εγώ ο ίδιος, για τον εαυτό μου...
Θα στριφογυρίζω ξάγρυπνος στο κρεβάτι μου και θα αναρωτιέμαι... «Ποιος είμαι, από  πού ήρθα και πού πηγαίνω»;
Θα κοιτώ βουβός την τροφή και το ποτό μου και θα σκέπτομαι... «Γιατί να τραφώ, αφού μια μέρα θα πεθάνω»;
Θα αποστρέφομαι τις κόρες της Ουρούκ και θα αναζητώ τον Eνκιντού... «Πού είσαι τώρα φίλε»;
Kαμία εργασία, άθλος ή δραστηριότητα δεν θα με γεμίζει... γιατί θα ξέρω πως... ολοένα ο θάνατος θα με πλησιάζει.
Ούτε προς τους θεούς θα τηρώ τις υποχρεώσεις μου... αφού οι θεοί αρνήθηκαν σε μένα την εύνοιά τους».

....................................................................................................
«Θα σε βοηθήσω να γνωρίσεις την θνητότητά σου».
....................................................................................................

«Σε λυπάμαι Γκιλγκαμές... όχι γιατί έκανες μεγάλο κόπο... αλλά γιατί σε καίει άσβεστη φωτιά.
Η φωτιά που καίει το ξύλο, που κάνει ασβέστη την πέτρα, που λιώνει το μέταλλο... θα κάψει και σένα.
Θα καείς και θα λιώσεις Γκιλγκαμές, προτού πάρεις απάντηση στο... Ποιο είναι το νόημα της ζωής;
Θα γίνεις ασβέστης Γκιλγκαμές, προτού μάθεις... Γιατί ο άνθρωπος γεννιέται, ενώ θα πεθάνει;
Θα λιώσεις Γκιλγκαμές, όπως όλοι οι θνητοί, γιατί... δεν είναι στη φύση σου να γνωρίσεις την αθανασία...
Δεν θα κατανοήσεις ποτέ αυτά που γνωρίζει μόνο ο Πάνσοφος Aνού... και που ακόμα και οι θεοί αγνοούν.

»Mόνο ένα μπορώ να κάνω για σένα Γκιλγκαμές... Θα σε βοηθήσω να γνωρίσεις τη θνητότητά σου.
Αν θέλεις να κατακτήσεις κάτι από αυτά (που δεν ορίζουν ούτε οι θεοί) θα πρέπει να κάνεις ένα κατόρθωμα.
Αν τον ανίκητο θάνατο θέλεις να νικήσεις... τότε θα πρέπει να  μετρηθείς με τον εξίσου ανίκητο αδελφό του.
Ο Ύπνος (ο δίδυμος αδελφός του Θανάτου) θα είναι ο αντίπαλός σου... ο ύπνος που ακόμα και τη φύση καταβάλλει.
Κανείς μέχρι τώρα... (είτε δαίμονας, είτε πνεύμα, είτε θεός) δε νίκησε τον Ύπνο! Μόνο ο Ανού αιώνια ξαγρυπνά!
Ο δρόμος θα ανοίξει πλατύς, σε αυτόν που θα διαβεί με πλήρη συνείδηση την ακατανόητη χώρα του Ύπνου!!

»Εγώ, ο Oυτναπιστίμ, ο μακρινός, σε καλώ να μετρηθείς με αυτόν που δεν του ξέφυγε ποτέ και κανείς!
Για έξι μέρες και για εφτά νύχτες δεν πρέπει να κοιμηθείς! Η καταχνιά του Ύπνου δεν πρέπει να σε τυλίξει!»

Ο Γκιλγκαμές, ο ήρωας, χαμογέλασε απορημένος...
«Πάλεψα, έπιασα και δάμασα, με γυμνά χέρια, ζαρκάδια, αγριογαϊδούρια, λύκους και λιοντάρια...
Πήγα στη χώρα που κατοικεί ο Xουμπαμπά, σκότωσα τον φύλακα του Δάσους και έκοψα τους Κέδρους...
Πολέμησα και σκότωσα τον Θεϊκό Ταύρο του Ουρανού, αρνήθηκα τον έρωτα της Iστάρ - Iναννά...
Περιπλανήθηκα στην χώρα του απόλυτου σκοταδιού, συναναστράφηκα τους ανθρώπους - Σκορπιούς...
Δεν ξεγελάστηκα και δεν ήπια από το γλυκό κρασί της πανώριας μάγισσας Σιντουρί...
Έφτιαξα πλοιάριο για να διαπλεύσω τα θανατερά νερά του Ωκεανού και ήρθα ως εδώ,  στην χώρα Nτιλμούν...
Θα παλέψω με τον Ύπνο! Θα μετρηθώ μαζί του...  Δε θα τον αφήσω να με καταβάλει!
Ο πόνος που νιώθω για τον χαμό του Eνκιντού είναι μεγάλος... και η επιθυμία για την Aθανασία με καίει!»

....................................................................................................
Η δοκιμασία του Ύπνου.
....................................................................................................

Έτσι μίλησε ο Γκιλγκαμές στον Oυτναπιστίμ... και κάθισε (σταυροπόδι) πάνω σε μαλακή προβιά...
Μα πριν προλάβει ο ήρωας να καλοκαθίσει και να ευχαριστηθεί... το ερεθιστικό μαλλί του προβάτου τον κοίμισε!
Ο Ύπνος αγκάλιασε γλυκά τον Γκιλγκαμές. Ο βασιλιάς της Ουρούκ, αποκαμωμένος αφέθηκε στα όνειρά του!
Πράσινα δέντρα με ώριμους καρπούς, δροσερές πηγές, νόστιμα κυνήγια, γλυκόπιοτα κρασιά... απλώθηκαν γι' αυτόν!
Θεσπέσιες νεανικές υπάρξεις, άγγελοι και πνεύματα του ουρανού... τραγούδησαν και έστησαν μαγευτικούς χορούς!
Αυτός ήταν ο πιο γλυκός Ύπνος του Γκιλγκαμές...  γι' αυτή την ευδαιμονία, ένιωθε (στον ύπνο του) πως... άξιζε το ταξίδι του!

«Δες τον άνθρωπο που νομίζει πως είναι δυνατός... δες τον Γκιλγκαμές που θέλει τις απαντήσεις...
Κοίτα αυτόν που ζητά την αιώνια ζωή και απαιτεί να καταλάβει όλα αυτά τα μυστήρια που έχει ορίσει ο Aνού!
Δες τον βασιλιά της Ουρούκ, πώς στον ύπνο του χαμογελά... πώς μουρμουρίζει και πώς τεντώνεται ευχαριστημένος!
Κοίτα, τον θνητό άνθρωπο, πώς τα σάλια του τρέχουν από το στόμα του, πάνω στο μαλακό μαλλί της προβιάς...
Δες, αυτόν που νομίζει πως είναι δυνατός, πώς ξεγελιέται και τεντώνεται παραδομένος στα όνειρά του...
Αυτός (που ρουθουνίζει σαν ευχαριστημένος γάτος) δεν είναι ο ήρωας ο Γκιλγκαμές που αναζητά απαντήσεις;

»Ας τραβήξουμε στον τοίχο χαρακιές... και ας ψήσουμε καρβέλια ψωμί... ένα για κάθε ημέρα που κοιμάται...
Ας τα βάλουμε στο προσκέφαλο του, όταν ξυπνήσει να τα βρει, να μην πει ότι δεν κοιμήθηκε».

Για έξι ημέρες και για εφτά νύχτες, ο Γκιλγκαμές, ο ημίθεος, ο ήρωας, ο βασιλιάς... κοιμόταν βαθιά!
Όταν πέρασε η έκτη ημέρα και τέλειωσε και η έβδομη νύχτα, ο Oυτναπιστίμ ξύπνησε τον Γκιλγκαμές.
Ήταν ο καιρός που το καρβέλι της πρώτης ημέρας ξεράθηκε, το δεύτερο έγινε πετσί, το τρίτο μούχλιασε όλο...
Ήταν ο καιρός που το τέταρτο καρβέλι έπιασε μούχλα η κόρα, το πέμπτο μούχλιασε στη μέση, το έκτο ήταν ακόμα φρέσκο...
Ήταν ο καιρός που το έβδομο καρβέλι ήταν ακόμα στη φωτιά.... και μύριζε όλο το σπίτι ψημένο ψωμί!
Ο Γκιλγκαμές είδε τις χαρακιές στον τοίχο... και τα καρβέλια στο προσκέφαλό του και κατάλαβε...

«Εγώ, πατέρα Oυτναπιστίμ, που νόμιζα ότι μόλις (για λίγο) είχα αποκοιμηθεί όταν με σκούντησες...;
Αλίμονο, τώρα με περιμένει και μένα η τύχη των θνητών. Θα ζήσω στην άγνοια και τα μυστικά δεν θα μου αποκαλυφτούν.
Οι χαρακιές στον τοίχο και τα καρβέλια ψωμί, μαρτυρούν την αδυναμία μου... σε ανθρώπους, σε δαίμονες και σε θεούς.
Δεν μπόρεσα να αντισταθώ στον Ύπνο και τώρα ο θάνατος θα με πάρει και μένα όπως όλους τους άλλους.
Oυτναπιστίμ, κλάψε και εσύ για μένα... γιατί ποτέ δεν θα κατακτήσω την αθανασία που τόσο πολύ επιθυμώ.
Το σώμα μου θα γεράσει, θα αρρωστήσει, θα σαπίσει, θα πεθάνω, και οι δαίμονες θα κατασπαράξουν την καρδιά μου».

....................................................................................................
Η πηγή της νιότης.
....................................................................................................

«Σε λυπάμαι Γκιλγκαμές... όχι μόνο γιατί έκανες μεγάλο κόπο... αλλά γιατί σε καίει άσβεστη φωτιά.
Άδικα σε έφερε (κρυφά και παράνομα) ο Ουρσαναμπί ο πορθμέας, στην απαγορευμένη χώρα Ντιλμούν.
Tαλαιπωρήθηκες, μάτωσες, πείνασες... και τίποτα δεν κέρδισες από αυτό το επικίνδυνο ταξίδι σου.
Tώρα η φήμη σου κινδυνεύει... οι εχθροί θα γελούν μαζί σου... και οι φίλοι θα σε αποφεύγουν.
Οι δαίμονες του κάτω κόσμου και τα Πνεύματα του αέρα... θα σε κατακρίνουν που αγνόησες τη φύση σου...
...και πολλοί θεοί... σίγουρα θα είναι θυμωμένοι μαζί σου, που θέλησες να μπεις και εσύ στη σύναξή τους.

»Εγώ, ο Oυτναπιστίμ, ο Μακάριος, για χάρη της γυναίκας που ζει μαζί μου θα σε λυπηθώ και θα σε ευεργετήσω...
Αυτή πρώτη σε λυπήθηκε... αυτή πρώτη δάκρυσε για την αγωνία σου... αυτή με παρακάλεσε για εσένα...
«Δώσε του κάτι... Μην τον αφήσεις να γυρίσει με άδεια χέρια στην Ουρούκ... επιβράβευσε τους κόπους του...»
Εγώ, γι' αυτήν που ζει μαζί μου, εδώ στη απαγορευμένη χώρα Nτιλμούν... θα σου χαρίσω κάτι ελάχιστο, άλλα θαυμαστό.
Θα σου φανερώσω την πηγή, που όποιος λούζει σε αυτήν τα μαλλιά του... αποκτούν και πάλι το χρώμα και τη λάμψη τους...
Θα σε στείλω στην πηγή που όποιος λουστεί σε αυτήν... το παλιό του δέρμα φεύγει και αποκτά άλλο, νεανικό και ροδαλό...

»Εγώ, ο Oυτναπιστίμ, ο μακρινός, σε διατάζω Ουρσαναμπί πορθμέα... να οδηγήσεις τον ήρωα Γκιλγκαμές στην πηγή...
Να φροντίσεις να αποκτήσει και πάλι τη θαυμαστή κορμοστασιά, τη λάμψη του και την χαμένη ομορφιά του...
Να του δώσεις ρούχα καθαρά, καλοϋφασμένα... και κοσμήματα να του φορέσεις... και δερμάτινα πέδιλα στα πόδια...
Να του βάψεις τα μάτια με λάπις λαζουλί... και στο κεφάλι να του φορέσεις χρυσό στεφάνι δόξας...
Σε διατάζω, Ουρσαναμπί πορθμέα... να υποδείξεις στον ήρωα Γκιλγκαμές πώς θα αποκτήσει και πάλι την αίγλη του...
Και όταν κάνεις αυτά που σε διέταξα... να φύγεις και εσύ από τη χώρα Nτιλμούν, γιατί αμέλησες τα καθήκοντά σου».

Ο Γκιλγκαμές άκουσε τα λόγια του Oυτναπιστίμ... και μεγαλύτερη απελπισία τον κυρίεψε.
«Πώς να γυρίσω στην Ουρούκ με ανανεωμένο δέρμα, φρέσκος σαν νεαρό πουλάρι;
Πώς να εμφανιστώ στον Οίκο μου με λαμπερά σγουρά μαύρα μαλλιά και στεφανωμένος;
Πώς να εισέλθω στον Ναό του Aνού με βαμμένα μάτια, φορώντας περιδέραια και δακτυλίδια;
Πώς να περπατήσω ανάμεσα στους υπηρέτες μου με δερμάτινα υποδήματα και καινούργια ενδύματα;
Πώς να δείξω στους γέροντες την κορμοστασιά μου και την αίγλη του προσώπου μου...;

»Όλοι θα με κοιτάξουν με φθόνο και υποψία... κανείς δεν θα με πλησιάζει άφοβα και όλοι θα με ρωτούν...
- Εσύ δεν είσαι που υπέβαλες τον εαυτό σου σε μεγάλο κόπο γιατί σε έκαιγε άσβεστη φωτιά;
- Εσύ δεν είσαι που σε αγαπούσε ο φίλος σου ο Eνκιντού... και που αυτός πέθανε για σένα;
- Εσύ δεν είσαι που αναρωτιόσουν... και που αναζητούσες να βρεις απαντήσεις στα ερωτήματα σου;
- Εσύ δεν είσαι που έταξες να φέρεις στους γέροντες της Ουρούκ το μυστικό της Αθανασίας;
- Mήπως βρήκες τις απαντήσεις που γύρευες...  μήπως κατέκτησες το μυστικό και το κράτησες για σένα;

»Όλοι θα μιλούν για μένα κρυφά... κανείς δεν θα με εμπιστεύεται.... και όλοι θα με αποφεύγουν...
Οι συγγενείς, η γυναίκα και τα παιδιά μου θα λένε... «Καλοπέρασε στη χώρα της Σιντουρί... και τώρα γύρισε στο σπίτι του...»
Oι υπηρέτες και οι δούλοι του οίκου μου θα λένε... «Kοιτάξτε πόσο λαμπερό μαύρο και σγουρό είναι το μαλλί του...»
Οι ευγενείς και οι στρατιώτες του παλατιού θα λένε... «Δείτε τα ρούχα, τα πέδιλα και τα κοσμήματα που φορά...»
Οι Ιερείς, οι γραφείς και οι υπάλληλοι του ναού θα λένε... «Πόσο πολύ καταπονημένοι είμαστε... και αυτός πόσο ακμαίος...»
Οι γέροντες της Ουρούκ θα με κοιτούν και θα λένε.. «Εμείς γερνάμε και πεθαίνουμε... και αυτός ξανάνιωσε».

....................................................................................................
Το μαγικό βοτάνι της Αθανασίας 
....................................................................................................

«Σε λυπάμαι Γκιλγκαμές... όχι γιατί απέτυχες... αλλά γιατί η καρδιά σου δεν θα βρει ικανοποίηση ποτέ.
Σου έδωσα κάτι «θαυμαστό».... για να μη γυρίσεις στην Ουρούκ με άδεια χέρια... αλλά εσύ ζητάς κι άλλα.
Δεν μπορείς Γκιλγκαμές να κατακτήσεις την αθανασία... δεν μπορείς να μπεις στη σύναξη των θεών....
Ό,τι και να κάνεις οι γυναίκες, οι κόρες και οι πόρνες της Ουρούκ θα γίνουν άσχημες και θα γεράσουν...
Ό,τι και να κάνεις οι γέροι της Ουρούκ θα πέσουν στο κρεβάτι της αρρώστιας και θα πεθάνουν... μαζί με αυτούς και εσύ.
Για χάρη αυτής που ζει μαζί μου, στη χώρα Nτιλμούν, θα σου φανερώσω άλλο ένα μυστικό... μα πάλι δεν θα τα καταφέρεις.

»Μακριά από τη χώρα Nτιλμούν, στη μέση του άγριου Ωκεανού, που απέραντος σαν φίδι κοιλώνει τη γη...
Μακριά από τη χώρα Nτιλμούν, στο βάθος της μαύρης θάλασσας
Μακριά από τη χώρα Nτιλμούν, στην άβυσσο, εκεί που πατούν στέρεα οι κολόνες που κρατούν τον κόσμο...
Μακριά από τη χώρα Nτιλμούν, στο βυθό της απέραντης υγρής επιφάνειας... όπου υδάτινοι δαίμονες μόνο κατοικούν...
Εκεί φυτρώνει ένα μαγικό βοτάνι, ένα φυτό που τον θαυματουργό ανθό του, φαρμακερά αγκάθια τον φυλάσσουν!
Αυτός μπορεί να εκπληρώσει τους πόθους σου, αυτός θα σου χαρίσει την αιώνια νεότητα... και την αθανασία που ζητάς.

»Πάρε μαζί σου τον Ουρσαναμπί τον πορθμέα, πάρε τον για σύντροφο, οδηγό και πλοηγό σου...
μπείτε στο πλοιάριο σας και κατευθυνθείτε προς τη μέση του απέραντου μαύρου Ωκεανού...
Εκεί, στο πιο σκοτεινό σημείο του... στον πιο βαθύ τόπο του... καταμεσής της υδάτινης αβύσσου σταματήστε...
Δέσε πέτρες βαριές στη μέση και στα πόδια σου.... πέσε στη θάλασσα και βυθίσου στα παγωμένα νερά...
Άσε τις πέτρες να σε πάνε στο βυθό, βρες το μαγικό βοτάνι και χωρίς να τρυπηθείς πάρε τον πολυπόθητο ανθό.
Kόψε τα σχοινιά που σε κρατούν δεμένο με τις πέτρες... και άσε το σώμα σου να ανεβεί και πάλι στην επιφάνεια.

»Έτσι απλώς, αν μπορείς... βρες το μαγικό βοτάνι, ξερίζωσέ το... και φέρε το, μαζί με τον ανθό του, στην επιφάνεια...
Πάρε το μαζί σου στην Ουρούκ, δώσε το στους γέρους, στους ιερείς, στις πόρνες, στους συγγενείς και στους υπηρέτες σου...
Ξανανιώστε, ανανεωθείτε και ζήστε ευτυχισμένοι, την αιώνια ζωή... που τόσο πολύ ποθείτε και αναζητάτε...
Μα, σου το υπενθυμίζω Γκιλγκαμές... αν και είσαι γιος μιας θεάς και ενός Λιλλού... η θνητότητά σου είναι δεδομένη.
Δεν θα τα καταφέρεις... και πάλι θα σε τυλίξει η απελπισία και η απογοήτευση... γιατί αυτό που αναζητάς είναι αφύσικο.
Θα γεράσεις, θα αρωστήσεις και θα πεθάνεις Γκιλγκαμές... όπως ο Eνκιντού, έτσι και εσύ και οι γέροι της Ουρούκ...»

....................................................................................................
Ο Γκιλγκαμές ονειρευόταν την επάνοδό του στην Ουρούκ.
....................................................................................................

«Θα πάω στη μέση του απέραντου Ωκεανού, θα δέσω βαριές πέτρες στη μέση και στα πόδια μου... και θα βυθιστώ...

Θα κατεβώ στην υγρή άβυσσο, θα βρω το βοτάνι, θα το ξεριζώσω, θα κόψω τις πέτρες και θα αναδυθώ μαζί του στο φως...
Θα φέρω το βοτάνι στην Ουρούκ, θα σταθώ στην αυλή του Ναού και θα χτυπήσω τη μεγάλη καμπάνα της σύναξης...
Η (μέχρι τώρα άδεια) αίθουσα του ναού θα πλημμυρίσει από τους ξαφνιασμένους ανθρώπους της Ουρούκ...
Όλοι θα αναρωτιούνται... - Ποιος και γιατί χτυπά την καμπάνα; Ποιος μας καλεί εδώ που μόνο ο βασιλιάς μας καλούσε;»
- Eγώ σας κάλεσα (θα πω), έφερα το βοτάνι της αιώνιας ζωής. Θα το μυρίσουμε και θα περάσουμε όλοι στην αθανασία!»

»Είμαι ο Γκιλγκαμές ο πρώτος και μεγάλος ιερέας, ο βασιλιάς και κύριος της Ουρούκ, ο αγαπημένος του Eνκιντού...

Δείτε πως λάμπω! Δείτε τα καινούργια ρούχα και τα νέα υποδήματά μου! Δείτε τα λαμπερά μαύρα σγουρά μαλλιά μου!
Θαυμάστε τα κοσμήματα και το στεφάνι που φορώ! Mυρίστε το άρωμά μου και δείτε πώς είμαι βαμμένος με λάπις λαζουλί!
Kοιτάξτε πόσο νέος ωραίος και ακμαίος είμαι! Παρατηρήστε την αίγλη που με περιβάλλει... Δείτε το άνθος που κρατώ!
Είναι το άνθος της αιώνιας νεότητας και της αθανασίας... το έφερα στην Ουρούκ για μένα και τους ανθρώπους μου.
Aπό εδώ και πέρα... κανείς δεν θα αρρωστήσει, δεν θα γεράσει και δεν θα πεθάνει στην πόλη μου! Kερδίσαμε την Αθανασία!»

....................................................................................................
Το πονηρό το φίδι, έκλεψε το βοτάνι και κέρδισε την ανανέωση.
....................................................................................................

Έτσι και έκαμε ο ήρωας, κατήλθε στα βάθη της αβύσσου, βρήκε το βοτάνι, το ξερίζωσε και το έφερε στην επιφάνεια.
Η χαρά του ήταν απερίγραπτη γιατί κρατούσε στα χέρια του την Αθανασία... αλλά κουράστηκε και αποκοιμήθηκε.


Ο Γκιλγκαμές... κοιμόταν δίπλα στην πηγή της νεότητας... και ονειρευόταν την επάνοδό του στην Ουρούκ!
Κρατούσε στα χέρια του το άνθος της αθανασίας... και χαμογελούσε ευχαριστημένος που πραγματοποίησε τον άθλο του.
Όμως το πονηρό το φίδι, που ζει δίπλα στην πηγή, τον πλησίασε αθόρυβα και του έκλεψε το βοτάνι μέσα από τα χέρια...
Ο Γκιλγκαμές, όταν ξύπνησε, είδε το ερπετό να αλλάζει δέρμα... να γίνεται και πάλι καινούργιο... και κατάλαβε!
Το πονηρό το φίδι, βγήκε από την τρύπα του, έκλεψε το βοτάνι και κέρδισε γι' αυτό τη δύναμη της ανανέωσης...
Πάει το όνειρό του. Tέλειωσε άδοξα η προσπάθειά του. Κανείς δεν θα τον θυμάται πια, για κάτι σπουδαίο που έκανε...

....................................................................................................
Η επάνοδος του ήρωα στην Ουρούκ... και η απολογία του προς τον λαό του.
....................................................................................................

«Είμαι ο Γκιλγκαμές, ο πρώτος και μεγάλος ιερέας, ο βασιλιάς και κύριος της Ουρούκ, ο αγαπημένος του Eνκιντού...
Γύρισα στην πόλη μου, με τους ίσιους καθαρούς δρόμους και τα δυνατά καλοχτισμένα τείχη...
Γύρισα στον οίκο μου, στη γυναίκα μου, στα παιδιά μου, στους υπηρέτες και στους αδελφούς μου...
Γύρισα στον Ναό του Ανού, με τις πολλές ταράτσες, με τα πολλά σκαλοπάτια και με τα άπειρα δώματα...
Γύρισα εδώ όπου λατρεύεται η μάνα μου... εδώ όπου, πριν από εμένα, βασίλευε ο πατέρας μου, το Λιλλού...
Γύρισα εδώ όπου άλλοτε ζούσε ο γενναίος αδελφός μου ο Eνκιντού, εδώ όπου αρρώστησε και πέθανε...

»Ο μεγάλος Σάμας στάθηκε δίπλα μου, όλον αυτό τον καιρό, με προστάτευσε και με καθοδήγησε...
περπάτησα μέσα στη σκοτεινή χώρα, όπου η νύχτα είναι πιο κρύα και πιο μαύρη κι απ'  το θάνατο...
Συνάντησα τους ανθρώπους-Σκορπιούς και δεν τους φοβήθηκα, αλλά συνομίλησα μαζί τους...
Eισχώρησα στην χώρα και στον οίκο της πανώριας Σιντουρί, με τα πολλά πιθάρια τα γεμάτα κρασί...
Συνάντησα τον πορθμέα Ουρσαναμπί  και τον υποχρέωσα να με μεταφέρει στη απαγορευμένη χώρα Nτιλμούν...
Mίλησα με τον Oυτναπιστίμ, τον μακρινό, έμαθα για τον κατακλυσμό και για το πώς κέρδισε την αθανασία του...

»Μα δεν μπόρεσα να νικήσω τον ύπνο, τον αδερφό του θανάτου, έξι ήμερες και επτά νύχτες έπεσα σε λήθαργο...
Ο Oυτναπιστίμ με λυπήθηκε και μου φανέρωσε το μυστικό, μου υπέδειξε πού θα βρω το βοτάνι της αθανασίας...
Kατήλθα στα βάθη της αβύσσου, έφτασα στον πυθμένα του κοσμικού Ωκεανού, βρήκα το βοτάνι και το ξερίζωσα...
Το ανέσυρα ως την ταραγμένη επιφάνεια των υδάτων... από το σκοτάδι αναδύθηκα μαζί του και πάλι στο φως....
Με οδηγό τον Ουρσαναμπί  τον πορθμέα, βγήκα από τη θάλασσα και πάτησα και πάλι πάνω στη στέρεα γη...
Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη γιατί κρατούσα στα χέρια μου την Αθανασία... αλλά κουράστηκα και αποκοιμήθηκα.

»Ο πιο μεγάλος εχθρός των ανθρώπων είναι ο ύπνος, γιατί καταφέρνει με γλυκά όνειρα να τους ξεγελά...
Εκεί, δίπλα στο πηγάδι, με το δροσερό νερό, κάτω από μια συκιά με πλατιά σκιώδη φύλλα, ξάπλωσα...
Το πονηρό το φίδι ξεπρόβαλε από την σκοτεινή του τρύπα, σύρθηκε με την κοιλιά στο αμμώδες έδαφος...
Με πλησίασε αθόρυβα, ανέβηκε επάνω μου... και μέσα από την αγκαλιά μου... έκλεψε το μαγικό βοτάνι...
Όταν ξύπνησα, είδα το σιχαμερό ερπετό να αλλάζει το παλιό του δέρμα... και να γίνεται καινούργιο...
Τότε αντιλήφθηκα πως το φίδι μου έκλεψε το πολύτιμο ανθισμένο φυτό, με το λουλούδι της αθανασίας.

»Έκλαψα πικρά, δίπλα στο πηγάδι, κάτω από τη συκιά, πάνω στην άμμο... θρηνούσα από καρδιάς και φώναζα...
Δίκιο είχες Oυτναπιστίμ, ο άνθρωπος πάντα θα αρρωσταίνει, θα πέφτει στο κρεβάτι και θα βογκά από πόνο...
Δίκιο είχες Oυτναπιστίμ, ο άνθρωπος θα τρυπιέται πάντα από το μικρό φαρμακερό αγκάθι και θα πεθαίνει...
Δίκιο είχες Oυτναπιστίμ, ο άνθρωπος θα τσιμπιέται από τον δηλητηριώδη Σκορπιό, πάντα, και θα πεθαίνει...
Δίκιο είχες Oυτναπιστίμ, ο άνθρωπος θα δαγκώνεται από το πονηρό το φίδι και θα πεθαίνει πάντα...
Εγώ ο Γκιλγκαμές, δεν θα μπορέσω να νικήσω την θνητότητα μου, θα γεράσω, θα νοσήσω και θα πεθάνω.

»Όπως θα πεθάνω εγώ ο Γκιλγκαμές, θα πεθάνει και η γυναίκα μου και τα παιδιά μου και τα αδέρφια μου....
Όπως θα πεθάνω εγώ ο Γκιλγκαμές, θα πεθάνουν και οι γυναίκες και οι κόρες και οι πόρνες της Oυρούκ....
Όπως θα πεθάνω εγώ ο Γκιλγκαμές, θα πεθάνουν και οι ιερείς και οι υπάλληλοι και οι αποθηκοφύλακες του ναού...
Όπως θα πεθάνω εγώ ο Γκιλγκαμές, θα πεθάνουν και οι αξιωματούχοι και οι υπηρέτες και οι γραφείς του Ναού...
Όπως θα πεθάνω εγώ ο Γκιλγκαμές, θα πεθάνουν και οι άντρες και οι πατεράδες και οι γιοι της χώρας...
Όπως πέθανε ο Eνκιντού, θα πεθάνω και εγώ ο Γκιλγκαμές... και κανείς δεν θα θυμάται πια ότι έζησα εδώ».

....................................................................................................
Η τελευταία πράξη του Έπους
....................................................................................................

«Είμαι ο Γκιλγκαμές, ο πρώτος και μεγάλος ιερέας, ο βασιλιάς και κύριος της Ουρούκ, ο αγαπημένος του Eνκιντού...
Έκανα ένα μεγάλο ταξίδι και αναζήτησα απαντήσεις στα ερωτήματα... «Ποιος είμαι, ...από πού ήρθα, ...πού πάω;»
Aναρωτήθηκα... «Πώς...;» και «Γιατί...;» Aλλά κανείς δε μου απάντησε... «Έτσι...!» και «Γι' αυτό το λόγο...!»
Ρώτησα... «πού ήμουν πριν γεννηθώ... πού θα πάω όταν θα πεθάνω... τι να κάνω για να κερδίσω την αθανασία;»
Kαμία απάντηση δεν πήρα... και τίποτα δεν κέρδισα από την αναζήτηση που έκανα στη μακρινή ξένη χώρα.
Τελικά θα πεθάνω, όπως πέθανε ο Eνκιντού... και κανείς δεν θα θυμάται ότι κάποτε, ο Γκιλγκαμές έζησε στην Ουρούκ.

»Θα ξεκινήσω και πάλι ένα ταξίδι... θα πάω στα βουνά, στη χώρα των βράχων, όπου βγάζουν τον μαύρο βασάλτη...
Θα βρω και θα διαλέξω την καλύτερη πέτρα, θα κόψω τον βράχο, θα τον σύρω στο ποτάμι και θα τον βάλω στη σχεδία...
Θα διαπλεύσω τη χώρα, θα κατεβώ το ποτάμι, θα μπω στη μεγάλη διώρυγα και θα φέρω τον σκληρό βασάλτη  στην Ουρούκ.
Θα στήσω τη σκληρή πέτρα στη μέση της αυλής του Ναού και θα υπαγορεύσω να σκαλίσουν επάνω της την ιστορία μου.
Ο σκληρός βασάλτης θα μείνει αιώνια όρθιος και ασάλευτος εμπρός στο ναό του Aνού.... κανείς δε θα τον πειράξει.
Έτσι, οι άνθρωποι που θα γεννηθούν μετά από εμένα... θα δουν την πέτρα και θα διαβάσουν την ιστορία του Γκιλγκαμές!
Οι θεοί δεν θέλησαν να μου φανερώσουν τα μυστικά της αθανασίας.... δεν με έβαλαν στην ιερή σύναξή τους...
Η θνητότητά μου δεν μου επέτρεψε να κατακτήσω την αιώνια ζωή, ούτε μπόρεσα να κρατήσω το βοτάνι...
Εγώ όμως, με αυτή την πέτρα, θα καταφέρω και θα κερδίσω φήμη και δόξα, για όλα τα χρόνια που θα έρθουν».

Έτσι έπραξε ο Γκιλγκαμές. Έκαμε το τελευταίο του ταξίδι, βρήκε την πέτρα, την έκοψε και την έφερε στην Ουρούκ.
Υπαγόρευσε στους γραφείς την θαυμαστή ιστορία του.... και αυτοί την χάραξαν επάνω στο σκληρό βασάλτη.
Η πέτρα έμεινε εκεί, αιώνια... και όλοι οι άνθρωποι, που γεννηθήκαν μετά τον Γκιλγκαμές, γνώρισαν την αναζήτησή του.

....................................................................................................
Ο άγνωστος Θάνατος του Ήρωα Γκιλγκαμές... (μιλά ο συγγραφέας)
....................................................................................................

Kανείς δεν γνωρίζει τον θάνατο του Γκιλγκαμές. Το πιο πιθανό είναι να έζησε (τα επόμενα χρόνια του) στην όμορφη πόλη Ουρούκ, να γέρασε, να αρρώστησε και να πέθανε, έτσι απλά όπως όλοι οι άνθρωποι. Ίσως πάλι να τραυματίστηκε σε κάποιο από τα κυνήγια του, ή να σκοτώθηκε σε μια φιλονικία. Μπορεί ακόμα να τον δολοφόνησαν για να του πάρουν το θρόνο... Κανείς δεν ξέρει και ούτε έχει καμία σημασία. Eκατοντάδες χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι, πάντα γεννιούνται με τον ίδιο τρόπο και πάντα πεθαίνουν, ο καθένας με το δικό του τρόπο, ανάλογα με τη ζωή που έζησε!
Κάποιοι (που λένε ότι «γνωρίζουν») μου αποκάλυψαν (!) τις τελευταίες στιγμές του Γκιλγκαμές, μου μίλησαν για τα προθανάτια οράματά του και για την αγωνία του. Mη με ρωτάτε «πως το ξέρουν» ...δεν το γνωρίζω αλλά δεν με ενδιαφέρει κιόλας, εγώ απλώς, τους πιστεύω! Aλλά το φορτίο αυτής της γνώσης είναι μεγάλο και θέλω να το μοιραστώ μαζί σας (και ας μου θυμώσουν). Ακούστε λοιπόν...

....................................................................................................
Αποκαλύψεις και οράματα για τον Ήρωα Γκιλγκαμές.
....................................................................................................

Ο Γκιλγκαμές ήταν πεσμένος κάτω, με καρδιά τσακισμένη και σώμα κομμάτια... δεν μπορούσε να σηκωθεί.
Οι θεοί του κάτω κόσμου είχαν ρίξει τη θανατερή σκιά τους επάνω του και τον σκέπαζαν για τα καλά.
Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα... αλλά δεν έβλεπε όσους ήταν γύρω του και του παραστέκονταν.
Τα αυτιά του ήταν ανοιχτά... αλλά δεν άκουγε αυτούς που ψιθύριζαν ούτε αυτούς που μιλούσαν δυνατά.
Το στόμα του ήταν ορθάνοιχτο και ανάσαινε βαριά... αλλά ο αέρας ήταν πυκνός και δεν κατέβαινε στο στήθος του.
Πονούσε παντού και βόγκαγε... δάκρυα ποτάμι κυλούσαν από τα μάτια του γιατί καταλάβαινε αυτό που του συνέβαινε.

«Τι θα μου συμβεί, πού θα πάω, τι θα συναντήσω σε αυτό το τελευταίο μου ταξίδι;
Θα με ξεσκίσουν οι δαίμονες της κόλασης... θα ζω αιώνια στο λάκκο των νεκρών;
Θα είμαι καταδικασμένος να τρέφομαι αιώνια με σκόνη, με βρομιές και με λάσπη;
Θα διψώ πάντα για αίμα... θα γίνω και εγώ ένα «Λιλλού» σαν τον πατέρα μου;
Πού είναι η μητέρα μου, η θεά, να με σηκώσει από χάμω και να με γλιτώσει;
Γιατί με εγκατέλειψε ο προστάτης μου, ο θεός Σάμας, που πάντα, τόσο πιστά υπηρετούσα;»

Οι φωνές και τα κλάμματα των ανθρώπων χαθήκαν και ο υπέρλαμπρος Σάμας εμφανίστηκε.
«Eγώ είμαι το Φως! Όποιος περπατά μαζί μου, σκοτάδι δεν θα γνωρίσει!
Ο δρόμος του Σάμας είναι ευθύς και φωτεινός και οδηγεί απευθείας στον Aνού!
Απόψε ο Γκιλγκαμές θα γευτεί όλη τη θνητότητά του και σαν άνθρωπος θα γνωρίσει το θάνατο!
Ο ύψιστος Aνού έχει φροντίσει και θέλει ο Γκιλγκαμές να κερδίσει για πάντα την Αθανασία!
Απόψε η ανθρώπινη καρδιά του βασιλιά της Oυρούκ θα σταματήσει για πάντα να χτυπά.
Οι άντρες και οι γυναίκες της Oυρούκ θα κόψουν τα μαλλιά τους και θα ρίξουν στάχτη στο κεφάλι τους.
Ο άνθρωπος Γκιλγκαμές θα πεθάνει, ο θεϊκός Γκιλγκαμές θα ζήσει, γιατί αυτό θέλει ο Aνού και έτσι θα γίνει.
Ο Aνού, ο Ύψιστος Θεός, ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων έτσι έχει σκεφτεί και έτσι έχει αποφασίσει!»

Οι φωνές και τα κλάματα των ανθρώπων χάθηκαν και η θεά ..... η μητέρα του Γκιλγκαμές εμφανίστηκε.
«Εγώ σου έδωσα τη ζωή και σε έφερα σε αυτόν το σκληρό κόσμο, σύμφωνα πάντα με την επιθυμία του Aνού...
Σου έδωσα την αθανασία κατά δύο τρίτα... και σε έβαλα στο δρόμο που βαδίζουν μόνο οι διαλεγμένοι ήρωες.
Ο πατέρα σου, το Λιλλού, σου έδωσε τη θνητότητα κατά ένα τρίτο και αυτό είναι που σε έβαλε στο δρόμο του θανάτου.
Xωρίς εμένα δεν θα ήσουν θεός αθάνατος... Xωρίς το «Λιλλού» δε θα ήσουν άνθρωπος θνητός...
Xωρίς και τους δυο μας δε θα ήσουν ούτε άνθρωπος ούτε ημίθεος, ούτε ήρωας, ούτε βασιλιάς δοξασμένος...
Εγώ σε έβγαλα στο κόσμο αλλά αυτός που σε γέννησε πραγματικά (μέσα στη βαθιά του σοφία) είναι ο ίδιος ο Aνού».

Οι φωνές και τα κλάματα των ανθρώπων χάθηκαν και ο ήρωας Eνκιντού, ο αγαπημένος του Γκιλγκαμές, εμφανίστηκε.
«Ο Aνού είναι η μητέρα των πάντων. Όλα είναι μέσα σε αυτόν, τίποτα δεν είναι έξω από αυτόν, γιατί όλα είναι αυτός.
Εγώ είμαι μέσα σε αυτόν και δεν μπορώ να υπάρχω έξω από αυτόν γιατί αυτός εμπεριέχει τα πάντα...
Αυτός είναι ό,τι ήταν και ό,τι δεν ήταν, ό,τι υπάρχει και ό,τι δεν υπάρχει, ό,τι θα υπάρξει και ό,τι δεν θα υπάρξει.
Αυτός είναι ό,τι θα μπορούσε να είναι και δεν είναι... άλλα και ό,τι θα μπορούσε να μην είναι και όμως είναι.
Αυτός είναι, ήταν και θα είναι.. ό,τι ήμασταν και ό,τι δεν ήμασταν, εγώ και εσύ, αγαπημένε Γκιλγκαμές.
Εσύ και εγώ Γκιλγκαμές είμαστε δημιούργημα του μεγάλου Aνού, γεννηθήκαμε στη σκέψη του και ζούμε στον κόσμο του».

....................................................................................................
«Εσύ, εμείς... και όλα, είμαστε ο ίδιος ο Aνού!»
....................................................................................................

Ο υπέρλαμπρος Σάμας, η θεϊκή μητέρα και ο ήρωας Eνκιντού, ο αγαπημένος του Γκιλγκαμές, εμφανίστηκαν μαζί.
Ο ήρωας Γκιλγκαμές από το κρεβάτι του θανάτου, έβλεπε και άκουγε έκπληκτος τις αποκαλύψεις της ιερής τριάδας.
Η τσακισμένη καρδιά του χτυπούσε άρρυθμα και ταραγμένα, τα χείλη του ήθελαν, αλλά δεν μπορούσαν να ρωτήσουν.
Τα χέρια του ήθελαν να αγκαλιάσουν αλλά δεν μπορούσαν, ο Γκιλγκαμές ζούσε ακόμα εδώ άλλα δεν ήταν εδώ.
Αυτοί που έστεκαν γύρω του ούτε έβλεπαν ούτε άκουγαν, ούτε αισθάνονταν τις ουράνιες παρουσίες...
Μόνο ο ήρωας Γκιλγκαμές, ένα βήμα πριν τον τάφο, έβλεπε, άκουγε και αντιλαμβανόταν τα θαυμαστά που συντελούνταν...

- Εγώ, ο αγαπημένος αδελφός σου, ο Eνκιντού, σου αποκαλύπτω... δεν υπάρχει κολασμός και Άδης πέρα και έξω από τον Ανού.
Όλα σε αυτό τον κόσμο γεννιούνται και πεθαίνουν. Τίποτα δεν είναι αθάνατο. Ούτε οι μεγάλοι Θεοί είναι αθάνατοι Γκιλγκαμές.
- Εγώ, η θεϊκή μητέρα σου Γκιλγκαμές, σου αποκαλύπτω... κανείς δε γεννιέται και κανείς δεν πεθαίνει πέρα και έξω από τον Aνού.
Όλοι και όλα γεννιούνται και πεθαίνουν μέσα στο λογισμό του Aνού... που παραμένει σιωπηλός γιατί αυτός γνωρίζει τα πάντα.
- Εγώ, ο Σάμας σου αποκαλύπτω Γκιλγκαμές... Δεν υπάρχει τίποτα θνητό και τίποτα αθάνατο πέρα και έξω από τον Aνού.
Όλα υπάρχουν πριν και μετά τη ζωή, πριν και μετά το θάνατο. Όλα πεθαίνουν και ανασταίνονται μέσα στην καρδιά του Aνού.
- Έλα, σήκω αγαπημένε αδελφέ, πάμε για νέα λαμπρά κυνήγια... μας περιμένουν νέοι μεγάλοι άθλοι...σήκω δοξασμένε θεέ.
- Έλα, σήκω αγαπημένε μου γιέ, μια νέα ονειρική πόλη περιμένει να τη διαφεντέψεις... η ουράνια Oυρούκ σου ανήκει.
- Έλα, σήκω ήρωα, εγώ ο Σάμας θα σε δεχτώ στον κήπο μου. Θα περπατάς δίπλα μου, θα με ρωτάς και θα σου απαντώ, αιώνια.
- Σήκω αδελφέ Γκιλγκαμές, από εδώ και πέρα θάνατο δεν θα γνωρίσεις... και το νέο σου σώμα δεν θα φθαρεί ποτέ πια...
- Σήκω γιέ μου, η καρδιά σου δεν θα πάψει να χτυπά... τα μάτια σου θα βλέπουν και τα αυτιά σου θα ακούν... τα πάντα.
- Σήκω ήρωά μου, τώρα γνωρίζεις πως... ποτέ, τίποτα δεν πεθαίνει, γιατί και εσύ και εμείς και όλα είμαστε ο ίδιος ο Aνού.

Έτσι ο Γκιλγκαμές, ο βασιλιάς της Oυρούκ, κατέκτησε την αθανασία μέσα από την ίδια τη θνητότητά του.

....................................................................................................
Είμαι ο γραφέας του Ιερού Οίκου. 
....................................................................................................

«Είμαι ο πρώτος γραφέας του Ναού. Eίμαι ο γιος του Λειτουργού του Ύψιστου.
Καθήκον μου να γράφω και να διαβάζω τις πήλινες πινακίδες του Ιερού Οίκου.
Εγώ έγραψα για την αγάπη του ημίθεου Γκιλγκαμές και του ημιάγριου Ενκιντού.
Eγώ έγραψα για τα κατορθώματα και τα ταξίδια των διαλεχτών ηρώων.
Εγώ έγραψα για τη δυστυχία τους και γι' αυτά που τους επιφύλαξαν οι άδικοι θεοί.
Εγώ έγραψα για τις χαρές και τις πίκρες που γεύτηκαν σαν άνθρωποι... και δεν αμέλησα να αναφέρω και το θλιβερό θάνατο τους.

»Η ιστορία των ηρώων θα μένει για πολλά χρόνια στην καρδιά των ανθρώπων.
Η δόξα τους θα κρατήσει περισσότερο από τη δόξα των άδικων θεών της Κουλλάμπ.
Τους ψεύτικους θεούς της Ουρούκ οι άνθρωποι θα τους ξεχάσουν, τα ονόματα τους θα αλλάξουν και άλλοι θεοί θα πάρουν τη θέση τους.
Το όνομα του Γκιλγκαμές και του Ενκιντού θα μείνει για πάντα γραμμένο, δίπλα στο όνομα του Υπέρλαμπρου Σάμας και του Ύψιστου θεού Ανού...
Εγώ, φρόντισα και έγραψα την ιστορία τους όπως ακριβώς την άκουσα από τον πατέρα μου και από τους γέροντες της πόλης...
Διάβασα και αντέγραψα την ιστορία τους σωστά, όπως ήταν γραμμένη πάνω στις παλιές σπασμένες πινακίδες του Ναού της Ουρούκ.

»Τώρα και εγώ, ο ταπεινός γραφέας του Ναού, με το έργο μου, κέρδισα την αθανασία μου!
Όλοι θα βλέπουν, μετά από εμένα, τις πήλινες πινακίδες που έγραψα με το χέρι μου και θα με θυμούνται!
Όλοι θα διαβάζουν την ιστορία μου για τον βασιλιά Γκιλγκαμές... και δε θα τον καταπιεί ποτέ η λησμονιά.
Μαζί με αυτόν θα δοξάζομαι και εγώ, ο ελάχιστος γραφέας του ναού, ως την αιωνιότητα και πέρα από αυτήν.
Είμαι ο γραφέας του Ιερού Οίκου». 

ΤΕΛΟΣ ΚΕΙΜΕΝΟΥ /  Ιούνιος του 2012









Eυχαριστήρια αναφορά του ταπεινού γραφέα (συγγραφέα) προς τη σεβαστή «Ιερισένα Κυβέλη», αυτήν που (στους νεότερους χρόνους) επιβλέπει τους γραφείς του ναού»! 

«Αγαπητή και σεβαστή «Ιερισένα Κυβέλη». 
Σε ευχαριστώ που μου υπόδειξες σωστά να γράψω την ιστορία του βασιλιά και ήρωα Γκιλγκαμέζ. 
Τώρα, οι άνθρωποι (που θα έρθουν μετά από εμένα) θα μπορούν να διαβάζουν σωστά τις γραμμένες λέξεις ...χωρίς να με περιγελούν... οι ανόητοι ορθογράφο/λάγνοι»!


P.S.M@vro/Stavriotis